Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2007

αισθήσεις και αισθήματα...-5-...

1954- Η Μαρίκα.

Η φυγή μου απο τα χειμαδιά των λόφων έγινε στην αγκαλιά της Μαρίκας τον Σεπτέμβρη του ενιαυτού έτους.Ηταν και επακόλουθο της κουτουλιάς του μονόφθαλμου τράγου,του Αλή.Δεν με χώνευε ο κερατάς ο μπροστάρης.Κάθε που μ'εβλεπε να μπουσουλάω στην κουρελού που έστρωνε η μάνα μου στην χορταριασμένη αυλή,με κάρφωνε με το μοναδικό του κίτρινο μάτι και όργωνε με τα ποδάρια του το χώμα ξεφυσώντας απο τσατίλα.
Οσο κι αν τον έδιωχνε η Τασία,όσο κι αν τον έδενε στον φράχτη η Διαλεχτή κατάφερε μια μέρα κι έβαλε γκολ ο μπαγάσας...και η μπάλα ήμουν εγώ.
Το ίδιο μεσημέρι μετακόμισα στο κεφαλοχώρι στο αρχοντόσπιτο της Μαρίκας στον προσφυγικό"μαχαλά".Ζούσε εκεί μαζί με την μικρή πλεξουδάτη.Την αδελφή μου....
Και άρχισαν τα χρόνια να κυλάνε....

Στεγνή και αγέλαστη γυναίκα ήταν η Μαρίκα.Σφιγμένο πάντα το χείλη της και ο λόγος της φρεσκοακονισμένο μαχαίρι.Δίκαιη στις κατά Κύριον βουλές και αδέκαστη στους αμετανόητους,ψεύτες,κλέφτες ...και βασανιστές!
Γεννημένη τον Μάιο του 1906 στην Ανδριανούπολη απο την Αικατερίνη την τσαούσα δασκαλίτσα που έκανε το παρθενικό της ταξίδι,από την Τουρκία στην Αθήνα για να δει τον αδελφό της τον Αναστάση που σπούδαζε γεωπόνος,και του μουστακαλή του ντροπαλούλη Θόδωρου του βιβλιοπώλη απο την Κωνσταντινούπολη,η Μαρίκα ήταν ο καρπός ενός μεγάλου έρωτα,μιας διαδρομής Ανδριανούπολη-Αθήνα-Κωνσταντινούπολη,στο λυκόφως του 20ου αιώνα,και όχι ενός προξενιού όπως είθισται τα χρόνια εκείνα.
Μεγαλώνοντας με την γιαγιά της την Μαριγώ,και την πολύ μικρή της θεία την Ελεονόρα(δασκάλες και οι δύο)τον πάππο της τον Νικόλα τον τσιφλικά,που δεν χαλούσε ποτέ στα θηλυκά του χατίρια(3 κόρες και τον Αναστάση είχε)η Μαρίκα απέκτησε μια σιγουριά και μια περίεργη ιδιοσυγκρασία για τους καιρούς εκείνους.
Το 1915 μετά τους βαλκανικούς πολέμους η Ελεονόρα ήρθε ωσάν διδασκάλισσα που ήταν,να διδάξει στην Ελλάδα.Μαζί της είχε και την ανηψιά της την Μαρίκα.
Κατέβηκε απο το τρένο με το κρινολίνο της,τα μεταξωτά της και το ομπρελίνο της και έτεινε το δαντελοφορεμένο χέρι της προς χειροφίλημα αβροφροσύνης στον νεαρό Βενιζελικό υπολοχαγό που ηρθε να την παραλάβει.Τον Δ.Α.Εκείνος τάχασε απο την ομορφιά και το παραστημα της.Αγνόησε το λεπτεπίλεπτο απλωμένο χεράκι...και την χαιρέτησε στρατιωτικά!
Από μια ματιά όμως πιάνεται ο έρωτας.Σε λίγους μήνες παντρεύτηκαν και η Μαρίκα γύρισε στους γονείς της στην Μ.Ασία
Το 1920 ήρθε για πάντα στην Ελλάδα.

1959-60 Η ζωή μου με την Μαρίκα.
Λατρεύω αυτό το σπίτι με το μεγάλο υπόγειο όπου μικρά-μικρά ποντικάκια κάνουν επιδρομές στα σακιά με το αλεύρι.
-Ασε να φάνε κι αυτά-λέειη Μαρίκα στην μάνα μου που στήνει ποντικοπαγίδες με ψωμί βουτηγμένο στο λάδι,περισσεύει για όλους.
Λατρεύω τον κήπο της και πάω κρυφά και ξεθάβω τους βολβούς απο τις ντάλιες και τα ζουμπούλια και τους παραχώνω στην δικιά μου"γωνια"για να κάνω τον δικό μου κήπο,καλύτερο απο της Μαρίκας.
Ερχόταν κρυφά και τα έβαζε στην σωστή θέση,έριχνε άχυρο τον χειμώνα για να μη μουχλιάσουν και την άνοιξη δίναμε τα λουλούδια στον δάσκαλο και την Τασία να στολίσουν το ποτηράκι στην σχολική έδρα.
Λατρεύω το κοτέτσι της,όπου πάω και κρύβομαι όταν ζηλεύω έως θανάτου την μικρή πλεξουδάτη,γιατί φεύγει και ζει μαζί με την Τασία και τον δάσκαλο όταν αρχίζουν τα σχολεία.Κλαίω και μανιάζω τις περισσότερες φορές και σπάω τα προσφόλια που έχει για τις κλώσες με μια άκρατη παιδική μανία.
Ερχεται και με παίρνει χωρίς να μιλάει.Με καθαρίζει απο τις κοτόψειρες με σηκωμένο πάντα το μαύρο της φρύδι(δεν εχω ματαδεί φρύδι να σηκώνεται τόσο ψηλά)και με καθίζει δίπλα στην ξυλόσομπα.Ψήνει ψωμί ζυμωμένο απο τα χέρια της και βραζει φρέσκα αυγά.
Αλείφει τις φρυγανιές με το φρέσκο χρυσοκίτρινο βούτυρο και λέει:Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βασιλοπούλα....κι όλα γίνονται όμορφα και λαμπερά ξανά,κι η ζωή αποκτάει νόημα,υποσχέσεις και χαμόγελα..
Μα πιο πολύ λατρεύω τις γάτες της.Η Πλουμιστή,η Αστέρω,η Γκόλφω,ο Χασάν,ο Μπεκρής και τόσες άλλες που τους περνάει πολύχρωμες φούντες στα αυτιά πλεγμένες απο μουλινέδες για να τους δώσει ταυτότητα"οι γάτες της κυρά-Μαρίκας"κι αλίμονο σε όποιον τις πειράξει,(κάπως έτσι μου τρύπησε κι εμένα τ'αυτιά σ'εκείνο το αφράτο ντιβάνι,κατω απο το παράθυρο του σαλονιού της ένα ηλιόλουστο απόγεμα.Με μια βελόνα που"καπλάντιζαν"τα παπλώματα καμμένη στο καμινέτο.Μου πέρασε δυο χρυσά χαλκαδάκια με τυρκουάζ πετρούλες και μου είπε"Είδες!τώρα μεγάλωσες λίγο πιο πολύ"
Αφέθηκα στην αγκαλιά της και κατάπια τον πόνο των τρυπημένων μου αυτιών.Θα της χαλούσα εγώ χατήρι της Μαρίκας?
"ναι γιαγιάκα μου".......μεγάλωσα....
Μα πιο πολύ,μα πιο πολύ λατρεύω τους καυγάδες που στήνει με την γειτόνισσα της την Χάιδω.Η Χάιδω είναι σκληρή με τα ζώα όπως και με τους ανθρώπους.
Παραδίπλα της μένει ο κυρ-Σωτήρης(πρόσφυγες όλοι) που κάνει μεταφορές με το άλογο ζεμένο στο κάρο και έχει και το λαντώ για λίγες δεκάρες παραπάνω..Φτωχοί άνθρωποι,πολύ φτωχοί.Αλλά με καλή καρδιά.Οταν η Χάιδω φώναξε τους χωροφύλακες γιατί ο αυτοσχέδιος σταύλος του αλόγου και των δύο γελαδιών ήταν δίπλα στον φράχτη της, και την ενοχλούσε η μυρωδιά από την καβαλίνα(είχε και τα κονέ της η Χάιδω),υπολόγιζε χωρίς την Μαρίκα.Η Αναστασία του κυρ-Σωτήρη ήρθε στην Μαρίκα κλαίγοντας για να της πει τα κακά μαντάτα.(την θυμάμαι σαν τώρα,συγχωρέθηκε πια)
-Να το γκρεμίσουμε είπαν οι χωροφυλάκοι κυρά-Μαρίκα ή να το χτίσουμε κανονικά.Που να βρούμε τα λεφτά για πλινθιά?Που θα απαγκιάσουν τα ζωντανά τα βράδια?
Μπουρλότο έγινε η Μαρίκα γιατί είχε και προηγούμενα με την Χάιδω που κυνηγούσε τα άμοιρα ζώα που έμπαιναν στην αυλή της με το αντί του αργαλειού.
-Ξερει ο άντρας σου να χτίζει Αναστασία?
-Νομίζω πως κάτι ξέρει
-Πάτε να αγοράσετε πλινθιές απο τον Αποστόλη και θα του πείς να μου τα χρεώσει στο ενοίκιο του μαγαζιού.Θα τα βρούμε εμείς μετά.
Ο σταύλος μερεμετίστηκε και χτίστηκε μεγαλύτερος από την μια πλευρά,αλλά η Μαρίκα τρωγόταν ακόμα με τα ρούχα της.Μονολογούσε και ξεφυσούσε απο το πρωί ίσαμε το βράδυ που άναβε την καντήλα και έλεγε"ήμαρτον Θεέ μου αλλά θα την πνίξω κάποια μέρα την συμφοριασμένη"

Ο Ανδρέας ήταν αυτοσχέδιος διορισμένος "κτηνίατρος"και"νοσοκόμος".Κολλητάρι της Μαρίκας κάνανε μαζί τα γιατροσόφια για κότες,πρόβατα,σκυλιά,γατιά και κάθε ζωντανό που έχρηζε ανάγκης.Οταν η Χάιδω φώναξε τον Ανδρέα για να ψεκάσει το κοτέτσι της και να δεί ποιές κατσίκες γκαστρώθηκαν,ο Ανδρέας της το έριχνε στο"αύριο,μεθαύριο".Οταν τελικά πήγε μετά από τις ικεσίες της Χάιδως ο"κτηνίατρος"της έβαλε όρους.
Θα αφήσεις ήσυχο τον κυρ-Σωτήρη,δεν θα ακούσω ξανά πως κυνηγάς τα ζώα με το αντί,και δεν θα σκοτώνεις τις γάτες της κυρά- Μαρίκας,αλλιώς να βρείς άλλον"κτηνίατρο"
Σιγά και να μην εύρησκε άλλον.Αφού ο μοναδικός ήταν σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.

Το κεφαλοχώρι είχε ένα συνονθύλευμα εθνικοτήτων να το κατοικεί.Οι ντόπιοι ήταν σλαβόφωνοι ρουμανόβλαχοι.Κάποιοι άλλοι είχαν κατεβεί απο τα ελληνικά χωριά της Βουλγαρίας,οι πρόσφυγες ήταν οι μόνοι που μιλούσαν τα ελληνικά.Οχι πως οι άλλοι δεν τα ήξεραν,απλά βολεύονταν με τις διαλέκτους τους.Οπως βολεύονταν με τις μακριές φουστάνες που ντύνονταν οι γυναίκες(άκουσα τότε πως δεν φορούσαν βρακιά,γιατί-λένε- δεν προλάβαιναν να τα κατεβάσουν για τις"ανάγκες του σώματος" καθώς μπερδεύονταν στους πήχεις του υφάσματος).
Και αποκομένος απο τρεις δρόμους,στην άκρη του χωριού έσφυζε απο ζωή,γάμους,ξυπόλυτα κουτσούβελα,χαρές και μουσικές ο γυφτομαχαλάς.Με σκουπισμένη και καταβρεγμένη πάντα την μικρή τους χωμάτινη πλατεία στήναν χορούς και γλέντια τις Κυριακές οι κάτοικοι του.Κι όταν περνούσε η παραζάλη,αργά καθώς η νύχτα έπεφτε και μαζεύονταν στις πλίνθινες καλύβες τους,έπιανε ο κυρ-Μήτσος ο ζουρνατζής το κλαρίνο ξανά και το λαλούσε για την πάρτη του,με εκείνες τις σιγανές,μελένιες τρεμουλιάρικες νότες,μέχρι να τις ενώσει με την φωνή της κόρης του της Φρειδερίκης,σ΄ενα πικρό κρεσέντο γεμάτο παράπονο και καυμό για τα βάσανα του κατατρεγμένου του λαού.
Γέμιζε την νύχτα με οράματα και φαντάσματα ανθρώπων χωρίς πατρίδα,χωρίς σπίτι,χωρίς γη να σέρνουν τα βήματα τους στις ατέρμονες στράτες ενός σκληρού και απάνθρωπου κόσμου.
Η Μαρίκα σταματούσε να πλέκει κι έκλεινε τα μάτια σαν άρχιζε το κλαρίνο.Μια ρυτίδα γινόταν βαθύτερη στο μέτωπο της και οι άκρες των χειλιών της έσφιγγαν σε μια πονεμένη σύσπαση.
-Αδικη η κατανομή σου Κύριε,άδικη....
Αυτό μονολογούσε παντα.

Συνεχίζεται....