Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

"τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια της Μαρίκας"

Σε μνήμη όλων των δέντρων που κάηκαν για την απληστία των ανθρώπων.
Σε ανάμνηση όλων των δέντρων που κόπηκαν για την Χριστουγεννιάτικη ματαιοδοξία των ανθρώπων.

Αν μπορούσε να μιλήσει ένα δέντρο...

..."Γκαπ-γκουπ" ακούστηκε το τσεκούρι του κυρ-Παντελή και το καταπράσινο δέντρο σωριάστηκε στη γη μ'έναν δυνατό θόρυβο.
Ήταν το τελευταίο δέντρο που έκοβε για σήμερα ο κυρ-Παντελής, ο φημισμένος ξυλοκόπος. Έκοβε όποιο δέντρο έβρισκε μπροστά του, αρκεί να γέμιζε το μάτι του πως θα του έδινε αρκετή ξυλεία.
Σκούπισε τον ιδρώτα του και άρχισε να μετρά τα κομμένα του δέντρα, όταν άκουσε ένα σιγανό κλάμα. Κοίταξε από δω, κοίταξε από εκεί, δεν είδε τίποτα! Το κλάμα συνέχισε να ακούγεται όλο και πιο λυπητερό. Ακουγόταν από χάμω,μέσα από το τσαλαπατημένο χορτάρι. Έστησε αυτί ο κυρ-Παντελής κι έσκυψε κατά τη γη. Κι εκεί ανάμεσα στα χοντροπάπουτσά του, πάνω σ'ένα σωρό πριονισμένα κλαριά, ανακάλυψε ένα αστείο, μικρό, κουρελιασμένο ανθρωπάκι (ίσαμε την παλάμη του) να κλαίει με μαύρο δάκρυ.
Αναταράχτηκε ο σκληρός ξυλοκόπος.
- Ποιος είσαι του λόγου σου? το ρώτησε.
Και΄κείνο με μια τσιριχτή και γεμάτη βάσανο φωνή του είπε:
- Είμαι το ξωτικό, η ψυχή απ΄ αυτό το πεύκο που είχε τόση ζωή μπροστά του κι εσύ το κατάντησες ένα σωρό από νεκρά κλαριά και φύλλα.
- Μα τα δέντρα πρέπει να κόβονται,είπε ο κυρ-Παντελής, για να γίνεται πιο εύκολη η ζωή των ανθρώπων.
- Ναι! συμφώνησε το ξωτικό, αλλά εσείς οι άνθρωποι καταστρέφετε ό,τι βρεθεί μπροστά σας χωρίς να κάνετε διαχωρισμούς!
Για σκέψου πόσος πολύς χρόνος χρειάζεται για να μεγαλώσει ένα δέντρο του δάσους. Μόνο του πρέπει να μάθει να προσαρμόζεται και στις πολλές βροχές και στην ξηρασία. Μικρό και λίγο-λίγο πετάει την κορφούλα του για να πάρει και αυτό, τον λίγο ήλιο ανάμεσα απ΄ τα άλλα ψηλά δέντρα. Κι ύστερα, όταν βγάλει το πρώτο του φύλλωμα δέχεται τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρά ζώα και γίνεται ένα καταφύγιο για τους μικρούς κατοίκους της φύσης.
Προστατεύει ό,τι ζει μέσα του. Δίνει ασφάλεια και πολλές φορές τροφή απ΄ τον ίδιο του τον εαυτό. Δίνει την σκιά του για να ξεκουραστούν οι εκδρομείς του δάσους και τα ριγμένα του ξερόκλαδα για ν΄ανάψουν φωτιές και να ζεσταθούν. Μόνο του καταπολεμά τις αρρώστιες του. Σπάνια οι άνθρωποι ενδιαφέρονται γι΄ αυτό και πολλές φορές του βάζουν φωτιά ή χωρίς να το θέλουν ή επίτηδες.
- Μα!...πήγε να διαμαρτυρηθεί ο κυρ-Παντελής, αλλά το ανθρωπάκι τον διέκοψε μ΄ένα νεύμα.
- Σταμάτα, σταμάτα, του είπε όλο φούρια, έχω κι άλλα να σου πω.
Ξεχνάς κι εσύ, όπως όλοι οι άλλοι, εκείνη τη θαυμάσια διαδικασία της απελευθέρωσης του οξυγόνου? Μήπως δεν μας αποκαλείτε εμάς τα δέντρα "πνεύμονες των πόλεων"?
Σας δίνουμε το ξύλο μας.Σας δίνουμε την αίσθηση του ερχομού της Άνοιξης με τους πρώτους μας ανθούς.Ακόμα και τα φύλλα μας τα κάνετε βότανα και μυρωδικά.
Τώρα το ξωτικό μιλούσε χωρίς σταματημό και κουνιόταν νευρικά πάνω στο σωρό τα κλαριά. Ο κυρ-Παντελής έστεκε κι αυτός σαν πελεκημένο κούτσουρο.
- Δεν έχω πολύ καιρό, πρέπει να σου τα πω όλα, είπε η αναστατωμένη του πεύκου ψυχή.
Είσαστε άκαρδοι οι άνθρωποι, συνέχισε.Ακόμα και για τα δέντρα που είναι έξω από τα σπίτια σας είστε αδιάφοροι.Πότε τα ποτίζετε? Πότε τα καλλωπίζετε? Πότε τα καθαρίσατε από τα καυσαέρια της πόλης? Πότε τα ραντίσατε για να τα έχετε υγιή? Πετάτε τα σπίρτα σας και τ΄αναμμένα σας τσιγάρα, ξεχνάτε τις φωτιές σας φεύγοντας από την εκδρομή σας.Μας καίτε και μας αφανίζετε.Μας καίτε στα τζάκια σας!Μας στολίζετε τα Χριστούγεννα στα σπίτια σας.Δεν αναρωτηθήκατε όμως, πώς εμείς θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε?Σπείρατε ποτέ κάποιο κλαδί,να το περιποιηθείτε,να το φροντίσετε?Να το δείτε να πετάει το πρώτο του φύλλο?
Όταν βλέπετε εκείνες τις μαύρες καπνισμένες εκτάσεις μετά τις πυρκαγιές,κάνατε κάτι για να γίνουν πράσινες και ζωντανές ξανά?
Κι εσύ κυρ-Παντελή μόνο να κόβεις ξέρεις.Κόβεις ό,τι βρεθεί μπροστά σου.Πρέπει δεν πρέπει.Χωρίς τύψεις,χωρίς οίκτο....
Ετρεμε τώρα το ξωτικό σαν σπασμένη χορδή κιθάρας.Φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν τρύπιο μπαλόνι.Ξανάβαλε τα κλάματα και ύψωσε την τσιριχτή του φωνούλα.
_Φεύγω.φεύγω είπε.Πάω να βρώ ενα νιοφύτευτο δενδράκι για να ξαναγίνω ευτυχισμένος.
Λυπόσουν να το βλέπεις αυτό το κουρελιασμένο γδαρμένο ανθρωπάκι.
Το λυπήθηκε κι ο κυρ-Παντελής.Αρχισε να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει κι αυτός απο στεναχώρια.Ηθελε να αποκριθεί αλλά πνιγόταν η φωνή του και δεν έβγαινε.Ο αέρας δεν του έφτανε και άρχισαν να δακρύζουν τα μάτια του.Χίλια κομμάτια έγινε η καρδιά του μπροστά στα όσα ξεστόμιζε το ανθρωπάκι.
-Μα...μα εγώ,δεν μπόρεσε να συνεχίσει.Εμεινε άλαλος καθώς το ξωτικό άρχισε νά αλλάζει χρώματα και μορφή μουρμουρίζοντας ακατάληπτους λαρυγγόφωνους ήχους γεμάτους παράπονο και πίκρα.
Εσκασε σαν χιλιόχρωμο μπαλόνι την ώρα που ξύπνησε ο ξυλοκόπος πλάι στο φρεσκοκομμένο πεύκο μούσκεμα στον ιδρώτα.
-Μπα σε καλό μου-είπε-όνειρο ήταν!Αλλά τι όνειρο...
Φόρτωσε στο κάρο τα ξύλα τουκαι πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Σουρούπωνε σαν πέρασε την εμπασιά του αυλόγυρου.
Στο τρεμούλιασμα της τελευταίας ηλιαχτίδας νόμισε πως είδε ένα κουρελιασμένο ανθρωπάκι να τρέχει πέρα δώθε κάτω απο τα πόδια του αλόγου.
Εκλαιγε πάλι και φαινόταν να ψάχνει κάτι με αγωνία.
Γέλασε και μίλησε δυνατά ο κυρ-Παντελής:Γέρασα-είπε-και ξύπνιος βλέπω όνειρα!
Κοίταξε γύρω του την άχαρη αυλή.Κοίταξε για άλλη μια φορά το φορτίο μα τα κομμένα νεαρά δέντρα.Του φάνηκε πως τα άκουσε να τρίζουν και να βογγάνε σαν το ξωτικό του ονείρου.Ανατρίχιασε ο σκληρός άνθρωπος.Αυτός που όλη του την ζωή έκοβε και κατέστρεφε τα δέντρα αναταράχτηκε.
"Αιντε-είπε-έχει και ξερά έχει και άρρωστα και πεσμένα δέντρα στο δάσος.Καιρός να το καθαρίσω κιόλας να πάρει μια ανάσα και ας έχω λιγότερο κέρδος".
Μπαίνοντας στην αυλή κοίταξε τον φράχτη.Εξυσε το αυτί του και μουρμούρισε:"άχαρος αυτός ο φράχτης.Μόνο καρφωμένα σκεβρωμένα παλιόξυλα.Αειντε κι απο αύριο θα του σπείρω αγριοκερασιές.να φουντώσουν και να κοκκινίσουν τα πετροκέρασα το καλοκαίρι.Να βρεί και ο φίλος του ονείρου μου καταφύγιο!"
Ξέζεψε το άλογο στον σταύλο και τράβηξε χαρούμενος για το σπίτι.Χαμένος στα κερασένια όνειρα του δεν είδε την λάμψη στην άκρη του φράχτη.
Ενα ανθρωπάκι(ισαμε την παλάμη του)έραβε τα ρούχα του μουρμουρίζοντας και τραγουδώντας όλο χαρά σε μια άγνωστη γλώσσα.Ετοιμαζόταν για το καινούριο του σπίτι.
Τώρα θα διάλεγε μια απο τις αγριοκερασιές που θα έσπερνε ο κύρ-Παντελής!


>>Το παραμύθι της Μαρίκας το θυμήθηκα το 1992 όταν μετά τις γιορτές η δασκάλα της Μαρίας έθεσε θέμα έκθεσης"τι θα έλεγε ένα δέντρο σ'αυτους που το καταστρέφουν".
Δεν ήταν ακριβώς έτσι.Το δουλέψαμε με υπομονή και φαντασία.Αγάπη και ένταση μέχρι να κάνουμε τις αλλαγές.Αλλάξαμε τον μαγεμένο πρίγκηπα σε κυρ-Παντελή και την κακιά μάγισσα με το ξωτικό του Δάσους.Η μαγεμένη βασιλοπούλα γεννήθηκε μέσα στις πετροκερασιες.
Δεν την αναφέραμε.Νομίζω πως αυτά αρκούν.Είναι πιο "κοντά"με τον δικό μας σκληρό κόσμο!<<
Τώρα στο τέλος του 2007 λογυρνάει απο το καλοκαίρι στην θύμηση μου λόγω καταστροφής του δάσους.
Λόγω Χριστουγέννων έγινε πιο έντονη η ανάγκη να το βγάλω παραέξω.....

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007

Το Χριστουγεννιάτικο δώρο μου!

Στον Αη-Βασίλη πίστευα πάντα ακόμα κι όταν μεγάλωσα.
Ίσως ακόμα και τώρα να πιστεύω...

Η Μαρίκα φταίει γι αυτό,που μου έλεγε: μπαίνει από τις καμινάδες και τα "αραλίκια" των πορτοπαράθυρων και ρωτάει την καρδιά του κάθε παιδιού, τι καλή και τι κακή πράξη έκανε. Και ανάλογα με την καλοσύνη και την αγάπη που έδωσε του δίνει τα δώρα του.
-Μα,γιαγιάκα -ρωτούσα- αν δεν είναι καλό το παιδάκι δεν παίρνει δώρα? (τις αταξίες που της έκανα σκεφτόμουν και βούλιαζα σε απόγνωση πως δεν θα πάρω δώρο).
Χαμογελούσε και έλεγε: Παίρνει, πάντα παίρνει δώρο αρκεί να του υποσχεθεί πως θα γίνει καλύτερο του χρόνου.
Με ανακουφισμένη καρδιά την αγκάλιαζα και μετανοούσα για τα προβλήματα που της δημιουργούσα.

Τα χρόνια πέρασαν...
Η Μαρίκα έφυγε...
Ο Αη-Βασίλης ένα παιδί μου έριξε από την καμινάδα,κατά λάθος μάλλον...
Έναν σύζυγο-πατέρα από τα "αραλίκια" των πορτοπαράθυρων που αυτομόλησε στην χώρα της λήθης, οταν εγώ ανακάλυψα πως πρέπει να ανήκω στην οικογένεια των ταράνδων.
Και 20 χρόνια σκληρής δουλειάς ...μοναξιάς και αυτογνωσίας.
Καθε Δεκέμβρη του έγραφα γράμματα του Βασίλη γεμάτα με πίκρες και καθημερινούς καημούς. Τα έκαιγα ξημερώνοντας πρωτοχρονιά και πάντα αναρωτιόμουν αν ήμουνα το κακό παιδί, που όλα αυτά τα χρόνια μου στέρησε τα δώρα που προσδοκούσα και ήθελα.

Έκανα ανακωχή μαζί του και συγχρόνως με το "κακό παιδί του εαυτού μου" τελικά,λίγα χρόνια πριν το σωτήριο έτος 2007 μετά από πολλά ερωτηματικά και αμφιβολίες....
Το"παιδί που έπεσε από την καμινάδα "έζεψε" τους δικούς του ταράνδους,τον Prancer,Dancer,Comet και τους αποδέλοιπους και σιγά σιγά φεύγει για τους δρόμους που χαράζει η δική της αναζήτηση,στις θάλασσας των οστράκων και των ποιητών.....και στην τελική κοινή πορεία με τον Β.

Κι εγώ μέσα από τη επερχόμενη σύγχυση της προσδοκώμενης αμετάκλητης αλλαγής της ζωής μου,έστησα μια ονειρική κουβέντα με τον Βασίλη και του είπα:Ακου να δείς Άγιε,θέλω ένα ακόμα παιδί,Με αδίκησες. Μόνο ένα έρριξες απο την καμινάδα.
_Χο-Χο_χο απάντησε.Είσαι χαζή,μου είπε.
Κοίτα τριγύρω σου τυφλή και άμυαλη.Ξέρεις πόσα παιδιά ζουν στις "καμινάδες"?
-Πάμε Vixen να της δείξουμε....
Ο τάρανδος όρμησε στην κρύα χιονοσκέπαστη νύχτα σέρνοντας το έλκηθρο μαζί με τους συντρόφους του.Ο Βασίλης πετούσε χρυσή αστρόσκονη,παιγνίδια και ακατάληπτα τραγουδάκια.
Ώσπου το χιόνι σταμάτησε και μια ομιχλώδη υγρασία απλώθηκε πάνω απο τις κορφές των δέντρων μιας πράσινης υγρής χώρας.
-Κοίτα,κοίτα ανόητο πλάσμα-μου είπε- πόσα χεράκια θα βγουν ψάχνοντας για δώρα,οχι απο τις καμινάδες αλλά απο τα τσίγγινα σπίτια.
-Δεν τα καταφέρνω μόνος μου εδώ,θέλω πολλούς βοηθούς.Τα ξωτικά και οι νεράιδες μου λιγόστεψαν και πεθαίνουν απο τότε που σταματήσατε να τα πιστεύετε εσείς οι πολύξεροι άνθρωποι.Τώρα πρέπει να συνεχίσετε εσείς το έργο τους.Ισως και το δικό μου....γέρασα πια

Δυο χεράκια ξεχώρισα μέσα στην θαμπή ανατολή, δυο μάτια σαν της παγιδευμένης ελαφίνας,ενα τιτίβισμα μιας φωνούλας ιδια με των κορυδαλλών το τραγούδι καθώς καλωσορίζουν την αρχέγονη ανατολή του φωτοδότη Ηλιου.
-Το θέλω αυτό το παιδάκι Αγιε μου Βασίλη, να ξαναγίνω μανούλα θέλω,είπα
-Χο-χο-χο. Θα σου πω πως θα γίνει,πάμε να φύγουμε τώρα....

Μέχρι να με φέρει απο την Καμπότζη στην Ελλάδα με κάθισε σιμά του και μου ψιθύρισε όλα τα μυστικά.

Στις αρχές του Δεκέμβρη ο Αη-Βασίλης μου έστειλε το φετινό δώρο μου.Η Phary,εκει στην μακρινή Καμπότζη με τίμησε με το να με κάνει ανάδοχη μητέρα της.



Ευχαριστώ τους λίγους και εκλεκτούς φίλους μου μπλόγγερς που με προέτρεψαν να μην το κρατήσω κρυφό.
Τους το χαρίζω με την αγάπη μου,αλλά και σε όλους τους άλλους που θέλουν να γίνουν τα ξωτικά-βοηθοί του Βασιλάκη.

Ο Αη-Βασίλης πάντα θα ζει...
Μέσα στις ανθρώπινες καρδιές,

Να σας πω τι μου ψιθύρισε ο Βασιλάκης στo αυτί?

ACTION AID

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

"πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη"?

Οδυσσέας Ελύτης


Ολα μπορούν όμως να χωρέσουν σε δυο χεράκια και μια ανθοδέσμη μαζί με εκείνο το ταπεινό χαρτάκι που λέγεται πτυχίο.

Οπως χώρεσε η Αφροδίτη σ΄ενα όστρακο του Μποτιτσέλλι.

Τόσο μικρό και πανέμορφο ήταν το όστρακο!


Αλλά αυτό που εμένα με συνεπήρε ήταν εκείνες οι "κόρες,όμορφες και γυμνές,λείες σαν το βότσαλο ,να φυσάν όρθιες μέσα στην κοχύλα..."


Ο Ελύτης και ο Σεφέρης ονομάζουν"κοχύλα"την Tritonis.Οι ναυτικοί την λένε μπουρού γιατί βγάζει ήχους σαν την μπουρού του καραβιού αν την φυσήξεις,μέσα στην νεκρική σιγή των υπερπόντιων ταξιδιών με παρέα την μοναξιά τους.

....εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζοντας το πανί και τ'αστέρια,ακούνε τον αγέρα,ακούνε πέρα απο τον αγέρα την άλλη θάλασσα,σαν ένα κοχύλι κλειστό,κοντά τους δεν ακούνε τίποτα άλλο,δεν ψάχνουν...
Γ.Σεφέρης.

Κάπως έτσι έγινε η πτυχιακή της Μαρίας.Ταξίδεψα μαζί της.Ταξίδεψα στο θέμα"τα όστρακα στην λογοτεχνία".
Με μάγεψε ο Λόρκα,με μελαγχόλησε ο Ελλιοτ,ακολούθησα τον Λόπε Ντε Βέγγα στην Φουέντε Οβεχούνα αλλά.....ξεγυμνώθηκα "στων ψιθύρων την επώαση μες΄τα κοχύλια"του δικού μου γητευτή Ελύτη,κι έφυγα μαζί του"Δυτικά της λύπης" για να βρω τον Ν.Καββαδία,μέσα στο πούσι να μου λέει"ενα κοχύλι έχεις σκουλαρίκι στο αυτί..." κι εγώ να του φωνάζω:τραγούδησε μου το καραντί,το καραντί θα μας μπατάρει.....μέχρι το τέλος που λέει:κατάκοιτη πελεκημέμη απο σπαθιά,διπλά φορώντας των Ινκας τα σκουλαρίκια....
..σήμερα χωρίς σκουλαρίκια,πήρα τον δρόμο που χάραξε"το φίδι και η σμέρνα".
50k.m.ανάμεσα στα λιόδεντρα και την πρωινή ηλιόλουστη αύρα η διαδρομή είναι σαν ενα κομπολόι με μαργαριτάρια που τα αφήνεις ένα προς ένα να γίνουν ανάμνηση και μελλοντική εικόνα προσμονής ανάμεσα στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Ανακατωμένα συναισθήματα,συγκεχυμένες σκέψεις,αναμνήσεις φόβοι και μια πικρή νοσταλγία για όσα χάθηκαν,για όσα πέρασαν,για όσα δεν πρόκειται ποτέ να ξανάρθουν.

Θέλω να κλάψω,αλλά κρατιέμαι,θέλω να το βάλω στα πόδια αλλά μένω καρφωμένη στην μπλέ πολυθρόνα.Ανοίγω την μηχανή και τα χέρια μου τρέμουν.Ουτε φωτογραφίες δεν θα μπορέσω να βγάλω το παιδί μου,σκέφτομαι,τόσο άχρηστη είμαι.Ψάχνω με τα μάτια την είσοδο για να βρώ τον Βαγγέλη.Αργεί κι αυτός,αργεί πολύ.Δίπλα μου ο δάσκαλος,ο παππούς της,ψάχνει την εγγονή του επί"σκηνής"για να της στείλει φιλάκια.Δεν μπορεί να καταλάβει πια πως νοιώθω εγώ.Γέρασε πολύ ο αγαπημένος μου πατέρας.Αλλά με τίποτα δεν θα έχανε την ορκωμοσία της εγγονής του.Αναρωτιέμαι αν έκανε συμφωνία με τον Λούσιφερ η με τους Αρχαγγέλους για να ζήσει κάτι τέτοιες στιγμές.
Ευτυχώς ήρθε ο Βαγγέλης...κρυμμένος πίσω απο την ανθοδέσμη.
-Θα πάτε να της την δώσετε κυρία Γ.?
-Οχι,πήγαινε εσύ καλύτερα Β.μου!
Βλέπω αυτό το γλυκό και ήσυχο αγόρι που είναι μαζί της εδώ και 3 χρόνια ,να χαίρεται στην χαρά μας,και να συμπορεύεται με τα όνειρα μας και δακρύζω.

Κι αφού δόθηκαν οι όρκοι και πήραμε τον πάπυρο,μου λέει η Μαριώ "μια στιγμή μάμα,έρχομαι"και μετά να φύγουμε γιατί ο παππούς θα κουράστηκε.
Την βλέπω να μιλάει,να αγκαλιάζεται,και να κρύβει πίσω απο πλαστά χαμόγελα κάποια καμουφλαρισμένα υγρά μάτια που είναι έτοιμα να στάξουν,με μια κυρία ντυμένη με σκούρο κοστούμι.
Στην έξοδο συναντιόμαστε με την κυρία αυτή.....και συστηνόμαστε.Είναι η επιβλέπουσα καθηγήτρια της πτυχιακής της.Η Dr.M.Σ.
Δεν θυμάμαι τι ειπώθηκε.(Θυμάμαι,Θυμάμαι,και μετά έψαχνα απεγνωσμένα την τσάντα μου για να βρω χαρτομάντηλα.....Και τα δάκρυα ήταν χαράς,ανακούφισης και εκπλήρωσης προσδοκιών.)
Αυτή η η κυρία με το σκούρο κοστούμι"μια Δευτέρα πρωινή άδειασε μες τους ουρανούς την άμμο και χτύπησε το όστρακο της καρδιάς μου με χρυσαφένιο φτυάρι"

"πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη"?
Ο.Ελύτης

Με αγάπη νομίζω πως χωράει...