Τετάρτη, Απριλίου 30, 2008

Αισθήσεις και αισθήματα: Οι αγάπες μου

Η Bella (2)

...Η βροχή δυνάμωσε και το μπαλκόνι δεν είχε πια στεγνό μέρος. Το κουτάβι έσταζε κι όσο κι αν το 'γλυφε η μάνα του, δεν στέγνωνε. Μπήκα στο σπίτι ψάχνοντας με τα μάτια τριγύρω.
Γρήγορα,γρήγορα βρες κάτι, φώναζε το μυαλό μου.
Το χαλάκι της κουζίνας? Οκ...
Ναι, αλλά δεν φτάνει.
Πάω σ' όλα τα δωμάτια ώσπου ανακαλύπτω το μεγάλο σκληρό χαρτοκιβώτιο όπου ο Δ. έβαζε τα εργαλεία του για τα μαστορέματα.
Βγάζω τις πυτζάμες μου, που έτρεχαν σαν τον Νιαγάρα και φοράω τη φόρμα της μηχανής. Πετάω τα εργαλεία στο πάτωμα και αγκαλιά με το χαρτόκουτο και παραμάσχαλα το χαλάκι ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι. Παίρνω στα γρήγορα από το ντουλάπι το νάυλον για τη μπουγάδα, το στρώνω, βάζω πάνω το κουτί και μέσα το στεγνό χαλάκι.
Αλλά η Μπέλλα δεν κουνήθηκε, είχε άλλη δουλειά. Έτρωγε ακόμα το ύστερο. Σαν το απόφαγε, με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, σύρθηκε δειλά-δειλά στο κουτί. Το κουτάβι ακόμα στη βροχή...
Τώρα θα την φάω την δαγκωνιά, δεν τη γλυτώνω -σκεφτόμουν- καθώς το σβέρκωνα και το έβαζα δίπλα της. Με κοίταξε και τα μάτια της έσταζαν χαρά, σαν το 'χωσε να θηλάσει.
Εννιά φορές το είδα το ίδιο έργο, μέσα στο ψοφόκρυο και τη βροχή.
Λαχανιασμένες αναπνοές, το ρίγισμα στο κορμί, το σιγανό αγκομαχητό, το τάνισμα των πλευρών, το κουτάβι να κυλά στο χαλάκι, το τράβηγμα με τη μουσούδα της, το γλύψιμο για τον καλλωπισμό και το προσεκτικό σπρώξιμο στον δρόμο για το θηλασμό. Και αφού τελείωνε όλες αυτές τις τελετουργικές κινήσεις της, σχεδόν ακίνητη περίμενε να πέσει ο πλακούντας για να τον...φάει! Εγλυφε με ατελείωτη υπομονή τα αίματα και τα υγρά για να είναι καθαρό το μέρος της. Κάθε φορά που τελείωνε το επίπονο έργο της, της χάιδευα το κεφάλι - που το σήκωνε και μ' έψαχνε με τα μάτια, σαν έμπαινα για λίγη ζέστη στο σπίτι.
Το πιάτο με το φαγητό ήταν άθικτο δίπλα της.
Είχα αφήσει την εξώπορτα ανοιχτή για να έχω περισσότερο φως. Η Σίλυ και η κουφή αγκύρας έκαναν ανακωχή -για πρώτη φορά- και στριμώχνονταν στα πόδια μου η μία πάνω στην άλλη για να δουν όλα αυτά που έβλεπα. Καταλάβαιναν τα ζώα μου πως κάτι διαφορετικό συνέβαινε στο σπίτι μας...
Η Μπέλλα άπλωσε το λαιμό της και μύρισε τη γαβάθα. Δεν την έφτανε. Την έσπρωξα στο άνοιγμα της κούτας και έφαγε μισοξαπλωμένη, ενώ τα εννιά της κουτάβια κρέμονταν στο στήθος της.
Είχε απ' όλες τις φυλές και τα χρώματα η κούτα. Κανελιά, μαύρα, ασπρόμαυρα. Αλλά εμένα μου πήρε την καρδιά εκείνο το ασπρόμαυρο που γεννήθηκε δεύτερο. Ήταν το πιο στρογγυλό και ζωηρό απ' όλα. Ήταν η Μπιμούκα (μπόλικη στη γλώσσα του χωριού), η συντρόφισσα της άτυχης Laura .Το καραμπάσκο τσομπανόσκυλο!
Είχε πάει 4 και κάτι το πρωί.
Έβαλα το χέρι και την χάιδεψα.
Άντε να κοιμηθούμε τώρα. Καλά τα κατάφερες. Να δούμε εγώ τί κουτάβι θα βγάλω όταν έρθει η ώρα μου...
Έγλυψε το χέρι μου και μ' άφησε να ζουλήξω λίγο τα μικρά της. Υγράθηκαν τα δάχτυλά μου από το γάλα. Η Μπέλλα είχε μπόλικο γάλα. Από τότε που είχε έρθει στην αυλή είχε πάντα το πιάτο της γεμάτο με φαγητό απο εμένα και την Τασούλα. Την αποπαρασίτωσα τρίβοντας τα χάπια μεσα στις "σούπες" της μαζί με τις βιταμίνες με γεύση πορτοκάλι. Τα εμβόλια τα έκανε αργότερα ο φίλος μας κτηνίατρος,ο Βασίλης.
Ο Δ. γύρισε το πρωί. Κοιμόμουν ακόμα.
- Ξύπνα! μου λέει. Η Μπέλλα γέννησε!
- Άσε με ρε Δ να κοιμηθώ. Λες να μην το ξέρω? Παρέα η γυναίκα σου και τα ζώα του σπιτιού σου την ξεγεννούσαν ως το πρωί.
Α! και που 'σαι...Μάζεψε τα εργαλεία σου από το πάτωμα και βρες μια κούτα να τα βολέψεις γιατί η άλλη έγινε "οικία".
- Εμ βέβαια, δεν φτάνει που μου αδειάζεις τα πράματά μου, θες να μαζέψω κιόλας! Άντε σήκω τώρα να τα δούμε.
Με την τσίμπλα στο μάτι, έβαλα τη ρόμπα μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Έβρεχε πάλι.
Η Μπέλλα αραχτή, είχε ένα τσούρμο κουτάβια πάνω της και τα βύζαινε. Σαν πολλά μου φαίνονταν...Πήρα να μετράω...
- Βρε Δ, του λέω, εννιά ήταν στις 4.30 -δώδεκα μετράω τώρα. Μπας και βρήκες τίποτα στο δρόμο και τα έφερες?
- Όχι βρε, λέει, στις 7 που ήρθα γεννούσε το τελευταίο -ένα ασπρόμαυρο ήταν- και χουφτώνει την ασπρόμαυρη μπάλα. Μαζί μου γεννήθηκε η Μις.
- Σιγά ρε Δ, κόψε κάτι! Εννιά ξεγέννησα εγώ και η Μις είναι η δεύτερη για να ξέρεις.
Άντε πάμε μέσα γιατί πάγωσα, κάνε κι ένα ελαφρύ καφεδάκι για την εγκυμονούσα και μετά πετάξου στο χασάπη για κόκαλα, εκείνα με το μεδούλι, και να τα σπάσει να του πεις, να ταΐσουμε τη λεχώνα.
Αφού έκανε τα καφεδάκια μουρμουρίζοντας ως συνήθως, πως δεν σέβομαι τα πράματά του, έκανε και τα παράπονά του για τα πεταμένα εργαλεία στο Πουπουσάκι, για να τ' ακούω εγώ δηλαδή (απορώ...αφού ήταν κουφή τί της τα λεγε) και σαν ξεθύμανε, γυρνάει και μου λέει:
- Γιώτα, κακή επιλογή να βάλεις εκεί την κούτα . Αν βγάλει περισσότερο αέρα η βροχή θα φτάσει μέσα.
- Και τί να κάνα βρε Δ. μέσα στα άγρια μεσάνυχτα?
- Άσε κάτι θα σκεφτώ. Πάω να φέρω φέρω τα κόκαλα τώρα.
- Α! Μην το ξεχάσω! Τέσσερις φραντζόλες ψωμί, πέντε μπουκάλια γάλα, μακαρόνια, ρύζι...Πέρνα και απ' τον Νίκο και τον Χρήστο και πες τους να κρατήσουν τ' αποφάγια και δυο μερίδες πατσά!...που δεν θα τον βάλεις μέσα στο σπίτι. Με αναγουλιάζει και μόνο η μυρωδιά του. (Τότε αναγούλιαζα και μόνο με την μυρωδιά του,τώρα τον τσακίζω!)
- Τίποτ' άλλο? Σέβομαι την κατάστασή σου αλλιώς θα σου λεγα τίποτα! Σιτιστή και παιδί για τα ψώνια με κατάντησες! Και είσαι και ακόμα στην αρχή...τί θα κάνω μέχρι να γεννήσεις και συ?
Σαν γύρισε ο "σιτιστής" από τα ψώνια, το μυαλό του είχε ήδη έτοιμη τη λύση, ωσάν άλλος Κύρος Γρανάζης. Άφησε τις σακούλες στην κουζίνα και έπιασε αμέσως δουλειά. Εστρωσε το καινούργιο νάυλον που είχε αγοράσει, στο πίσω μπαλκόνι μπροστά από την κρεβατοκάμαρά μας, έδεσε ένα κομμάτι του στα κάγκελα για να μην έρχεται το νερό της βροχής, γύρισε στο μπροστά μπαλκόνι και τράβηξε απαλά τη Μπέλλα έξω από το κουτί της. Μετέφερε την κούτα με τη δωδεκάδα πίσω, καθώς η μάνα, νομίζοντας πως της παίρνει τα μικρά, είχε βάλει κάτω τ' αυτιά της και 'βγαζε πνιχτούς ήχους κλάματος. Σαν την άκουσα παράτησα την κουζίνα και άρχισα να την φωνάζω για να ρθει στο πίσω μπαλκόνι. Με ακουλούθησε με την ουρά κάτω από τα σκέλια -ως συνήθως- και όρμησε και κουλουριάστηκε στο κουτί γλύφοντας όλο χαρά τα κουτάβια. Εκείνη την ώρα κατέβηκε και η Τασούλα από πάνω.
- Τί γίνεται καλέ εδώ? Σας ακούω τόση ώρα από παν' αλλά δεν ήθελα να γίνω αγενής...με 'φαγε όμως η περιέργεια!
- Αποκτήσαμε κι άλλα ζώα Τασούλα, της είπε ο Δ.
- Α είστε για δέσιμο κι οι δυο! Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκ'!
Σαν πλησίασε και είδε την κούτα με τα δώδεκα, κόντεψε να λιποθυμήσει.
- Τί θα τα κανουμ' μαρ' Γιώτα σαν μεγαλώσουν? Απ' ότι τα κόφτω μόνο για να φυλάν' τα πρόβατα είναι.
- Θα τα δώσουμε τότε για να φυλάν τα πρόβατα! Εσύ τους ξέρεις τους τσομπάνηδες του χωριού.
- Καλά, είπε, άστο σε μένα αυτό, καθώς έδενε μαζί με τον Δ και το νάυλον της μπουγάδας επάνω από το χαρτόκουτο για να το προστατεύσουν.
Μέχρι να βράσω τα κόκαλα και τα μακαρόνια, ο Δ και η Τασούλα είχαν τελειώσει το ασφαλές καταφύγιο για την Μπέλλα και τα μικρά.
Μπήκαν μαζί στο σπίτι.
Ο Δ ξανάκανε καφεδάκια και η Τασούλα ζήτησε μολύβι και χαρτί.
- Τί το θες βρε το χαρτί? Τους λογαριασμούς σου θα κάνεις τώρα?
- Όχι μαρη...Τους τσομπάνηδες που μ' ήρθαν στο μυαλό θα γράψω, για να μην ξεχαστώ...

Κι έτσι έγινε. Τα σκυλιά φρόντισε η Τασούλα μόλις απογαλακτίστηκαν να πάνε ένα ένα σε καλά χέρια εκτός από την ασπρόμαυρη μπάλα "Μπιμούκα" και έναν αστραφτερό μαύρο που μετακόμισαν στον εργασιακό μας χώρο.
Και κει που όλα είχαν κανονιστεί και η άνοιξη έτρεχε μέσα στη βροχή, ένα θαμπό πρωινό, ακούω την Τασούλα να μου βροντάει πάλι την πόρτα.
- Ξύπνα μαρή και έχω να σε πω! Νιαουρίσματα ακούω από ψες! Μαλλον κάποιος πέταξε γατιά. Πάμε να τα βρούμε...

...συνεχίζεται

Τετάρτη, Απριλίου 16, 2008

Αισθήσεις και αισθήματα: Οι αγάπες μου.

Η Bella...

Σαν βρέθηκε το σπίτι με την αυλή, η Παναγιώτα μετακόμισε τα υπάρχοντά της σε χρόνο dt. Ένα νιόχτιστο διώροφο ήτανε παραδίπλα από τη θάλασσα.
Οταν πρωτοπήγα όλοι με κοίταζαν περίεργα...Τι γύρευε μια αστή σε ένα χωριό που τον χειμώνα το έδερναν οι αγέρηδες και πνίγονταν οι χωματόδρομοι απ΄τη λάσπη?
Τους έπιασα να κρυφοκοιτάζουν μέσα από τις κουρτίνες σαν έπλενα τα μπαλκόνια ή πήγαινα για ψώνια με το ποδήλατο. Αλλά αυτό που δεν μπορούσαν να χωνέψουν, ήταν πως όλα τα σκυλιά με παίρναν στο κατόπι. Και το χειρότερο γι΄αυτούς ήταν πως εγώ καθόμουν κιόλας και τα χάιδευα και μιλούσα μαζί τους. Η σπιτονοικοκυρά μου η Τασούλα μου μετέφερnε τους χαρακτηρισμούς: τρελάρα, ζαβή, αλαφροΐσκιωτη...
Η Τασούλα έμενε στον επάνω σπίτι. Μεγαλωμένη στην Αυστραλία, γύρισε και παντρεύτηκε στο χωριό της. Ήταν μικρότερή μου, αλλά είχε ήδη δύο αγοράκια. Η νοοτροπία της ήταν κάτι μεταξύ Αυστραλιανής προόδου και οπισθοδρόμησης του χωριού, αλλά ήταν γλυκιά και καλόβολη. Κλεισμένη όλη μέρα στο σπίτι με δύο μικρά αγόρια, ξεφυσούσε μόνιμα από ανία και βαρεμάρα και όταν της έδωσα το ελευθέρας για πρωινό καφέ, έγινε η κολλητή μου, φλομώνοντας με στο κατσικίσιο τυρί, στα γλυκά και στις θεϊκές πίτες που έφτιαχνε. Μα ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει και αυτή "πως δεν φοβόμουν και άγγιζα αυτά τα κοπρόσκυλα".
Η αγέλη της παραλίας απαριθμούσε οκτώ με δέκα κόπρους, με έναν μεγαλόσωμο βρωμιάρη και σουρομαδημένο απ΄τις επουλωμένες πληγές των σκυλοκαυγάδων, νταή αρχηγό. Άγριο και καβγατζίδικο ζώο ήταν. Λίγο πιο πίσω απ΄το κοπάδι και σε απόσταση ασφαλείας, ακολουθούσε ένα κακόμοιρο, μέτριο σε μέγεθος ζωντανό, με ξανθοκάστανο όμορφο χρώμα και πεσμένα αυτιά. Κάτι μεταξύ κυνηγόσκυλου και βεριτάμπλ ελληνικού μπάσταρδου κοπρόσκυλου. Μόνιμα είχε την ουρά κάτω από τα σκέλια. Σαν έπαιρνε λίγο θάρρος για να πάει να φάει απ' αυτά που έριχνα, εισέπραττε γρυλίσματα και δαγκωνιές και τρεπόταν σε φυγή. Μετρούσα τα κόκαλα στα ισχνά του πλευρά σαν πήρα την σκούπα μια μέρα και κυνήγησα τον αρχηγό που το είχε σβερκώσει κάτω στον χωματόδρομο για ένα κοκαλάκι.
Πέρασαν μέρες που δεν το ξανάδα, ώσπου ένα βραδάκι άκουσα να μου χτυπά την πόρτα αλαφιασμένα η Τασούλα...
- Έλα, μου λέει, έλα γιατί δεν ξέρω τί να κάνω και φοβάμαι να το πιάσω!
- Τί έπαθες μωρέ Τασούλα και σκούζεις βραδιάτικα? Τί φοβάσαι να πιάσεις?
- Έλα, έλα στην αυλή να δεις!
Άναψα τα φώτα της βεράντας και βγήκα έξω από τον φράχτη με την Τασούλα μπροστά. Ένας ξανθοκάστανος σκυλίσιος κώλος ήτανε σφηνωμένος στο συρματόπλεγμα, ανάμεσα στα σαθρά τσιμεντότουβλα, μέσα σ΄ένα κρυφό λαγούμι. Άραγε πόσες νύχτες το έσκαβε? Κιχ δεν έβγαζε...Ξαναγύρισα στην αυλή για να ελέγξω την κατάσταση. Στο μισοσκόταδο διέκρινα την ικεσία και την υποταγή σε κείνα τα υγρά, μελιά μάτια.
- Τι θα κάνουμε βρε Γιώτα?
- Θα το βγάλουμε βρε Τασούλα!
- Μαρ΄ φοβάμαι μη με δαγκάσ΄!
- Ε άμα σε δαγκάσει, ετοίμασε την κοιλιά σου να σε κάνω αντιλυσσικές ενέσεις!
- Καλά μαρ΄ χαζή είσαι? Να πάθω λύσσα και να δαγκαν΄ τα παιδιά μ΄?
Ξεράθηκα να γελάω καθώς την καθησύχαζα πως δεν πρόκειται να δαγκάσει κανέναν και της είπα να βρει κάτι για να σκάψει το χώμα ανάμεσα στα τσιμεντότουβλα, κάτω από την κοιλιά του σκυλιού. Βρήκε ένα τσαπί, ανασκουμπώθηκε και έπιασε δουλειά, αφού πρώτα σιγουρεύτηκε πως η μούρη του σκυλιού ήταν από την δικιά μου πλευρά (ο κώλος βέβαια δεν δαγκώνει!). Το ζώο είχε γίνει ένα με το χώμα, έτρεμε...
Παιδευτήκαμε κάνα δυο ώρες, η Τασούλα μεγάλωσε το λαγούμι με το τσαπί και γω κατάφερα να σηκώσω το συρματόπλεγμα, που του ΄χε γδάρει και ματώσει την πλάτη. Όταν η τρύπα έγινε ικανή για να περάσει το ζώο, εκείνο δεν κουνήθηκε. Εχωσε την μουσούδα του στο χώμα, έκλεισε τα μάτια και έμεινε εκεί ακίνητο.
Μέσα από τη διαδικασία απελευθέρωσης και καθώς του φώναζα: Έλα βρε αγόρι μου θα τα καταφέρεις!...η Τασούλα διέγνωσε το φύλο από την πίσω πλευρά...
- Σκασε μαρή, μου λέει, κορίτσ΄ είν΄ το ζωντανό!
Και αφού διαπιστώθηκε το φύλο και γω άρχισα να λέω: Κουράγιο ομορφούλα μου, θα τα καταφέρουμε, γυρνάει η Τασούλα και λέει πάλι με εκείνο το φοβερό, δικό της, ανεπανάληπτο στυλ ...
- Τι ομορφούλα την λες μαρή Γιώτα, κακάσχημο είναι το άμοιρο!
- Καλα μωρέ Τασούλα, δίκιο έχεις...Μπέλλα θα την λέμε...
- Τι Μπέλλα μαρή, τί είναι το Μπέλλα?
- Όμορφή...στα ιταλικά!
- Αει να σε πάρει η ευχή τρελλέγκω!που το βρήκες?...και έσκασε στα γέλια.
Την αφήσαμε στο λαγούμι της να ηρεμήσει και φύγαμε για τα σπίτια μας.
Την επομένη, η Μπέλλα αυτοδιορίστηκε κάτοικος της αυλής, με λίγα λόγια μας υιοθέτησε.

Ερχόταν τα βράδια και κοιμόταν κάτω από τη μουσμουλιά, δίπλα στο λαγούμι. Έφευγε το πρωί πριν ξυπνήσουμε. Κανείς μας δεν ήξερε πού πήγαινε, ούτε και στην αγέλη κατέφυγε. Ο Δ. ανακάλυψε μετά από καιρό ένα χαλασμένο τμήμα του φράχτη στο μαγαζί και την Μπέλλα μπάστακα-φρουρό στο άνοιγμα. Αυτό το τετραπέρατο και άσχημο ζωντανό, το βράδυ φύλαγε το σπίτι και το πρωί το μαγαζί.
Από τότε, κάθε πρωί έφευγε με τον Δ. τρέχοντας πίσω από τη μηχανή του.
Ο χειμώνας μπήκε άγριος στο θαλασσοχώρι. Εικοσιτετράωρα βροχής και ψωφόκρυο. Η μάνα μου έταζε κεριά στους αγίους για να ξεχειμωνιάσω στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη. Αλλά η Παναγιώτα, που γεννήθηκε μια νύχτα μες την λαίλαπα του χιονιού ακούγοντας τα βελάσματα από τις προβατίνες που γεννούσαν στο διπλανό μαντρί,την ώρα που γεννούσε και η Τασία, προτίμησε να μείνει με την σπιτονοικοκυρά της, τις πίτες της και τα κανταΐφια της αποφεύγοντας μια μάνα που τηλεφωνούσε ολημερίς στον Ντίνο για την προβληματική εγκυμοσύνη.
Φλεβάρης...1982...26η του μήνα...
Μόνη στο σπίτι, με το σποράκι στην κοιλιά, παρέα με το Πουπουσάκι και την χαζο-Σίλυ , ανακάλυψα πως ο Δ. που έλειπε στην Θεσσαλονίκη, ξέχασε να φέρει την καθιερωμένη τροφοδοσία για την Μπέλλα. Στα γρήγορα, το βραδινό μου γάλα(μπλιαχ) μπήκε σε μια γαβάθα μαζί με τρία ωμά αυγά και μισή φρατζόλα ψωμί.
Απόβραδο ήταν και η αυλή μύριζε αλμύρα απ' τ' ανταριασμένα κύματα που την πότιζαν. Βγήκα στη βροχή που μαστίγωνε την ξύλινη πόρτα της αυλής και μέσα στο αχνό ηλεκτρικό φως, είδα το σκυλί, μουσκεμένο ως το κόκκαλο, να κάθεται στο τσιμεντένιο δρομάκι της εισόδου. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα εκεί. Τα όριά της τα είχε τοποθετήσει μέχρι την μουσμουλιά.
- Έλα, της είπα και της έδειξα τη γαβάθα. Έλα να φας!
Γρύλισε παραπονεμένα και κατέβασε περισσότερο τ' αυτιά της. Πάλι δεν έκανε βήμα.
Κατέβηκα τα σκαλιά με τη βροχή να με δέρνει αλύπητα. Με αγωνία με κοιτούσαν τα μελιά της μάτια. Στάθηκα σε απόσταση αναπνοής και άπλωσα το χέρι μου να το μυρίσει. Μισοσηκώθηκε, μύρισε το χέρι και το έγλυψε.
- Πάμε τώρα στα στεγνά, γίναμε λούτσα και οι δυο μας.
Άφησα το χέρι στη μουσούδα της και έκανε ένα βήμα, σηκώθηκε. Ανεβήκαμε μαζί στο μισοβρεγμένο μπαλκόνι, και κει μέσα στο λιγοστό φως είδα να κρέμεται "κάτι" κάτω από την ουρά της.
- Θεούλη μου! αναφώνησα...Μου το χτυπήσανε το ζωντανό και βγήκαν τα έντερα του!
Σαν έγειρα να δω καλύτερα, εκείνο το "κάτι" ταλαντευόταν. Ζωντανό ήταν! Η Μπέλλα ξάπλωσε στο υγρό μπαλκόνι και βόγκηξε...Τράβηξε το "κάτι" με τη μουσούδα της και άρχισε να το γλύφει.
Η Μπέλλα της βροχής και της αλμύρας, είχε αρχίσει να γεννάει μέσα στην καταιγίδα...

...Συνεχίζεται

Κυριακή, Απριλίου 13, 2008

Καλλιτέχνες...

Οι φίλοι μου με χαρακτηρίζουν σαν άτομο διαλλακτικό,αλλά με σκληρή γλώσσα που πονάει με τις αλήθειες που ξεστομίζει.
Ετσι είναι!Λίγοι αντέχουν να ακούνε την καθαρή αλήθεια που προσπαθούν να αποφύγουν.
Η μάνα μου λέει πως είμαι μαλακιά σαν το βούτυρο και κοφτερή σαν καλοακονισμένο μαχαίρι.Ξέρει η Τασία το βιός της.
Ο πατέρας μου λέει πως είμαι το ντόμπρο "αρσενικό"που ήθελε.Δεν ξέρω αν είμαι αυτό που ήθελε...αλλά θηλυκό είμαι σίγουρα!
Η κόρη μου κλαίει όταν κλαίω,γελάει όταν γελάω και μπαίνει στην Giotavita να διορθώσει τις ασάφειες και να ελέγξει μήπως έγραψα κάτι που ήταν ψέμα.Καλλιτέχνης αυτό το παιδί!Ελεγκτής και επίτροπος μου θα έλεγα.
Προ πάντων όλων η αλήθεια!Δεν θα επέτρεπε ποτέ στην "μάμα της"να είναι ανώνυμη στα μπλογκ και να λέει ότι της κατέβει μέσα από την ορμονική διαταραχή της εμμηνόπαυσης.
Τώρα θα αναρωτηθείτε τι μαλακίες λέω?Ας το πάρει το ποταμι κι αυτό,λοιπόν συνεχίζω.
Σήμερα είχα μια αντιπαράθεση με κάποιον ένθερμο συμπαραστάτη της τέχνης του Vargas μέσα από τη μπλογκόσφαιρα.Για το σκυλί της γκαλερί που ξέρετε όλοι αναφέρομαι.Με κατηγόρησε πως δεν υποστηρίζω την τέχνη,πως είμαι βλακόφιλη-ζωόφιλη πως λέω μαλακιούλες κλπ,κλπ...Aααα ,είπε πως είμαι και ακαλαίσθητη γιατί το φόντο του μπλόγκ μου είναι με...πουά!
Λοιπόν αγαπητοί μου χέστηκα για την τέχνη του Vargas και των καθηστερημένων ανίατων υποστηρικτών του.Ας είμαι βλάκας κι ας γράφω μαλακίες κι ας είμαι και ακαλαίσθητη!

Για μένα καλλιτέχνης είναι το ανάδοχο παιδάκι μου από την Καμπότζη που μου έστειλε αυτό σαν Χριστουγεννιάτικη κάρτα ευχών.Με τρία χρώματα-υπολείμματα,από κηρομπογιές μου δήλωσε την αγάπη του μέσα από λουλούδια!



Αυτή είναι η ζωγραφιά που μου έστειλε η PHARY μου
Μήπως φίλοι του Vargas θα θέλατε να δέσετε και την Φάρυ με το σκοινί στο όνομα της τέχνης σας.Θα την αφήνατε να πεθάνει από πείνα και δίψα για να δείξετε πως οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τα παιδιά που λιμοκτονούν?
Δεν πάτε να πυρποληθείτε(να γαμηθείτε)καλύτερα αρουραίοι της Τεχνης!
Αει σιχτιρ και τα πήρα στο κρανίο με τις μαλακίες σας....

Τετάρτη, Απριλίου 09, 2008

Χαλάσματα...



Μια φορά κι έναν καιρό αυτό το πράσινο κομμάτι ανήκε σ' έναν πανέμορφο κήπο. Παιδί ήμουν τότε και τον θαύμαζα όταν καθόμουν στο μπαλκόνι και διάβαζα. Τριανταφυλλιές, ζουμπούλια, αγιόκλημα και γιασεμιά όπου κρύβονταν τ' αηδόνια και τραγουδούσαν κάθε άνοιξη τα ξημερώματα. Οπωροφόρα δέντρα γεμάτα ωδικά πουλιά που έστηναν το επόμενο τραγούδι σαν σώπαιναν τ' αηδόνια. Λογής, λογής λαχανικά που έφερνε ο κυρ-Γιώργης στο πανεράκι στην γιαγιά μου μαζί με τα ζουμερά σύκα. Ένα κακό είχε μόνο ο κυρ-Γιώργης, έστηνε ξόβεργες και έβαζε τα πουλιά σε κλουβιά. Έβλεπα τα κλουβιά καρφωμένα στο περιτοίχισμα με το νάιλον για την βροχή από πάνω και γινόταν η ψυχή μου μαύρη. Και ω! του θαύματος το μυαλό μου πήρε στροφές!
- Θέλω κι εγώ πουλιά, είπα στην Μαρίκα.
- Δεν τα λυπάσαι να τα έχεις στο κλουβί?
- Επειδή τα λυπάμαι θέλω να τα περιποιούμαι.
Την άλλη μέρα ήρθε το πρώτο πουλί.Το κλουβί ήταν χειροτέχνημα του Κυρ-Γιώργου. Μια καρδερίνα ήταν, συννεφιασμένη και αμίλητη. Το σατανικό μου παιδικό μυαλό το είχε οργανώσει καλά το "έγκλημα" και όταν τα κλουβιά έγιναν 4-5, τα πουλιά άρχισαν να εξαφανίζονται και να "πεθαίνουν" μυστηριωδώς.
- Τι έγινε το πουλί?
- Ψόφησε...
- Και που είναι το πτώμα?
- Το έθαψα στην παραλία...
Η Μαρίκα με κοίταξε αρκετές φορές με απορία ώσπου την ψιλιάστηκε και έγινε σιωπηρός συνένοχος. Δεν θυμάμαι πόσα πουλιά πέρασαν από το μπαλκόνι. Όταν πέρασαν τα χρόνια και έφυγα από το πατρικό μου τα κλουβιά είχαν ήδη πεταχτεί. Η Μαρίκα είχε "φύγει" και την ακολούθησε και ο κυρ-Γιώργος...
Σαν ξαναγύρισα πριν 20 χρόνια στο σπίτι όπου μεγάλωσα, ο κήπος είχε περισσότερα λουλούδια, καθόλου λαχανικά και τα πουλιά τραγουδούσαν ελεύθερα στα δέντρα. Δύο ακόμα σπίτια ξεφύτρωναν πάνω από το μικρό ημιυπόγειο σπιτάκι.
Οταν "έφυγε" και η γυναίκα του μετά από λίγα χρόνια και οι κόρες τους μετακόμισαν με τις οικογένειες τους μακρυά...ο κήπος άρχισε σιγά-σιγά να πεθαίνει.
Τα λουλούδια μαράθηκαν,πολλά δέντρα αρρώστησαν και ο κισσός τύλιξε τα πάντα στο πέρασμά του. Μόνο τα αηδόνια ακουγόταν...και έπιαναν ακόμα το τραγούδι το ξημέρωμα.

Όταν ήμουν παιδί θυμάμαι, στις αυλές των σπιτιών της γειτονιάς, υπήρχαν πάντα 5-6 χοντρές γάτες και καλοζωισμένα σκυλιά. Τα σπιτάκια έγιναν πολυκατοικίες, αλλά οι γάτες συνέχιζαν να σεργιανίζουν στις πρασιές, μιας και οι περισσότεροι νέοι κάτοικοι ήταν φιλόζωοι. Τις τάιζαν και έβαζαν κουτιά στις πυλωτές για να γεννάνε. Εκτός από αυτούς όμως, υπήρχαν και οι ορκισμένοι εχθροί τους...
Έτσι, με τον χρόνο, τα ζώα άρχισαν να λιγοστεύουν. Έβγαινα από το μπαλκόνι για να ταΐσω, φώναζα, φώναζα, μα δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Μερικοί είπαν φόλα, άλλοι χλωρίνη και άλλοι ποντικοφάρμακο...Ακολούθησαν ομηρικοί καυγάδες στην γειτονιά με τους "ύποπτους".
Ώσπου...
Μια μέρα, που καθόμουν και παρατηρούσα τα χάλια του απέναντι κήπου από το μπαλκόνι, είδα μια ξανθομαλλούσα μέσα στον πράσινο κισσό και μερικές γάτες τριγύρω της να τρίβονται στα πόδια της και να νιαουρίζουν. Στο ψι-ψι-ψι που ξεστόμισα, είδα πολλά χνουδωτά κεφαλάκια να έρχονται τρέχοντας. Από την αρχηγό των φιλόζωων έμαθα πως η ξανθομαλλούσα νεράιδα των γάτων έκανε εκστρατεία μετά από τις φόλες που έπεσαν και μάζεψε τα ζωντανά στον εγκαταλελειμμένο κήπο.
Μέσα από μια άτυχη δική μου στιγμή, είχα την τύχη να την κάνω φίλη μου. Ταΐσαμε μαζί, κάναμε εμβόλια μαζί, αντιβιώσεις μαζί...πολλά μαζί και μέσα από κάποιες άτυχες συγκυρίες της ζωής της, έφυγε για τον τόπο της. Κράτησα ενθύμιο απ΄αυτήν, τον μαύρο γάτο με τα τρία πόδια, που μου κάνει την ζωή δύσκολη έκτοτε με τα κλάματα και τις απαιτήσεις του! Με την ξανθομαλλούσα λέμε από τηλεφώνου πια, που και που, τα της ζωής μας.
Στις 31 Μαρτίου, πρωί-πρωί, ξύπνησε όλη την γειτονιά ένας θόρυβος, δυνατός σαν σεισμός. Βγήκαμε όλοι στα μπαλκόνια και είδαμε τους τοίχους να γίνονται θρυμματισμένα τούβλα κάτω από τα χτυπήματα του κατεδαφιστικού οχήματος. Μέσα σε μόλις δύο μέρες το ένα φορτηγό πίσω απ΄τ΄άλλο είχε ξεμακρύνει και τα τελευταία μπάζα.
Χάθηκε πια και το τελευταίο καταφύγιο των ζώων μας. Κατέφυγαν πάλι στις πρασιές. Φαγητό σίγουρα θα έχουν, αλλά η εμπεριστατωμένη φροντίδα είναι πια παρελθόν...
...το παρόν τους και το παρόν μας είναι πια χαλάσματα και μπάζα...