Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

Τα παραμύθια της Μαρίκας...

Νωπη εχω ακομα την αναμνηση της Μαρικας μεσα απο τα Πασχαλινα της παραμυθια...
Μπαινω στον πειρασμο να γραψω για την Αγαπη και τον Ερωτα, ενα ακομα παραμυθι της που μου ειπε στα 14 οταν την ξεμοναχιασα για να της εξομολογηθω πως ημουν ερωτευμενη με τον Νικο.Της ειπα πως τον αγαπουσα.....τοτε,πριν πολλα χρονια.....

Χαμογελασε,εφτιαξε τις κοκκαλινες φουρκετες στον κοτσο απο τις πλεξουδες της και μου ειπε:ακου μικρο μου,ο ερωτας και η αγαπη οσο κι αν ειναι διαφορετικοι στην οψη δεν μπορουν να επιζησουν χωρια.'Κεινος ειναι ο μοναχικος λυκος της χιονισμενης στεππας κι'εκεινη θα προσπαθει παντα να τον βρει για να τον βαλει στους δικους της δρομους....
Την κοιταξα με απορια.Δεν καταλαβαινα τι ηθελε να πει....
Και η Μαρικα αρχισε να λεει το παραμυθι της....

...Την γνωρισα αυτην που σε μαγευει τωρα. Εγινε μια σκια πια,μια αναμνηση αλλα δεν επαψε ακομα να υπαρχει.
Την συναντησα καποτε σε ξεχασμενους απο τον χρονο-τωρα-τοπους.
Χορευε ξυπολητη πανω στα χρυσοκοκκινα πεσμενα φυλλα του φθινοπωρου κατω απο τους μαγικους ηχους ενος αορατου βιολιου λουσμενη απο την διαμαντοσκονη της ασημενιας βροχης που σκορπιζαν οι νεράιδες.

Χειμωνας επεσε στα βουνα σαν την ξαναδα.
Τραβουσε την ανηφορα λαχανιασμενη.Βρεγμενη ως το κοκαλο απο το χιονι και τα δακρυα.
Τα μαλλια της μπερδεμενα απο τον αγερα,τα ματια της θολα, εγλυφε το αιμα που ετρεχε απο τα σκισμενα της χειλη και συνεχιζε.Μετρουσε τα χναρια πανω στο χιονι,μετρουσε την αποσταση,μετρουσε τις αντοχες της αλλα δεν απελπιζοταν.
Βαλθηκε να τρεχει στο κατοπιν του ασπρου λυκου της στεππας.
Τον κυνηγουσε με μια ανειπωτη μανια,με μια τρελλη επιμονη,θα τον κυνηγουσε μεχρι να τον αγγιξει,κι'ας ηταν αυτο το τελος της...
Κι'ετρεχε,κι ετρεχε,συνεχισε να τρεχει κυνηγοντας το απιαστο...

Την Ανοιξη την ξαναειδα.Ηρθε μαζι με τους τσιγγανους και τα ανθισμενα ηλιοτροπια.Χορευε τωρα μεσα στους ηχους των τσιγγανικων βιολιων.Αυτος ηταν εκει,διπλα και ξοπισω της. Δεν την αφηνε απο τα ματια του.Τηνπροσεχε σε καθε της βημα.Μια ασπρη φιγουρα να την τυλιγει γεματος λατρεια με το γαλαζιο του βλεμμα.

Την ειδα να γινεται ενα με το χορταρι και τα αγριολουλουδα του καμπου,την ειδα να ονειρευεται με ανοιχτα ματια ξαπλωμενη στην ασπρη του κοιλια,την ειδα ολογυμνη να λουζεται στο λαμπερο μονοπατι που χαραζε η σεληνη στις νεροσυρμες.
Κι'εκεινος στην οχθη ν'αλυχταει απεναντι απο το φεγγαρι,κατω απο τις αγριοκερασιες με τα ματια μαυρα απο τον φοβο.Φοβοταν μην την χασει μεσα απο τα ειδωλα των αστεριων που καθρεφτιζονταν στην λιμνη.

>>Πυρωνε την πλαση το καλοκαιρι κι εκεινη ηταν πονος που ροκανιζε την καρδια μου.Οταν πηρα τον δρομο για εναν τοπο αγνωστο που τον ελεγαν "πατριδα Ελλαδα"νομιζα πως την εχασα.Και εκεινην και εκεινον.Πολλοι ημασταν που χασαμε την τσιγγανα και τον ασπρο λυκο<< Αλλά αυτο ειναι ενα αλλο παραμυθι,ειπε η Μαρικα.Ξεφυγα μεσα απο τις αναμνησεις....

Τοτε καταλαβα γιατι την αγαπησαμε ολοι,ακομα και ο λυκος της στεππας.
Την ξαναβρηκα μετα απο καιρο ενα καλοκαιρι μεσα στα ακοπα του Ιουλιου σιταρια.
Ξεσκεπη,με λυτα τα χρυσα της μαλλια με τα ματια γεματα φως λουσμενη απο τις καλοκαιρινες ηλιαχτιδες,ατενιζε τον μακρινο οριζοντα.
Εψαχνε τους αλαργινους δρομους που μονο αυτη ειχε διαβει μεσα απο την αναζητηση.
Συνομιλουσε με τις νεραιδες του καλοκαιρινου αιθερα,ενω το χερι της ηταν χωμενο στην γουνα του σβερκου του ασπρου λυκου.

Τους παραφυλαξα πισω απο τα αγανα και ειδα μεσα απο το φως του ηλιου αυτα τα δυο υπεροχα πλασματα να ενωνονται και να γινονται ενα οταν εκεινη στραφηκε και τον κοιταξε.
Εκεινος ανοιξε τα γαλαζια ματια του,τ'αφησε να την αγκαλιασουν,σηκωσε το κεφαλι του και αφησε μια μακροσυρτη κραυγη.
Σιγη απλωθηκε παντου.Μια θανασιμη σιωπη,Ειχε φτασει η ωρα της τέλειας ενωσης τους.

Εκεινη χαμογελασε, εσκυψε και εφερε το προσωπο της απεναντι του αγκαλιαζοντας το κεφαλι του με τα δυο της χερια.Τα χρυσα της ματια αστραψαν.Ηταν δικο της πια το"απιαστο".
Εκεινος παραδοθηκε στο αγγιγμα της ,πριν σκυψει το λευκο του κεφαλι την αγκαλιασε με εκεινη την βουβη ικεσια της γαλαζιας λαμψης των ματιων του.Σπαρταρισε το κορμι του και ανορθωθηκαν οι μαλακες ασπρες τριχες της ραχοκοκαλιας του.
Αφησε ενα σιγανο αλυχτισμα και ακουμπησε στο μαγουλο της.
Οταν εκεινη τον αγκαλιασε,εγλυψε τ'ακροδαχτυλα της και ξαπλωσε στα ακοπα σταχυα.
Της παραδοθηκε...της υποταχτηκε...
Ο μοναχικος λυκος της στεππας,ο Ερωτας δεν θα μπορουσε πια να ζησει χωρις την Αγαπη.
Της παραδοθηκε μ'εκεινη την ανυπερβλητη υποταγη που μονο η Αγαπη μπορεσε να προσδιορισει....

Η Μαρικα σταματησε.... σκεψου λοιπον, ειπε.
Κατι εκανε "κρακ" στην καρδια μου και την εκανε να χτυπαει ατσαλα...
Η Μαρικα συνεχισε....

Χρονια εψαχνα να καταλαβω που ανηκουν αυτα τα τοσο διαφορετικα αλλά ωστοσο ιδια πλασματα.Τους ξανακοιταξα κρυμμενη πισω απο τα χρυσα σταχυα.
Ελαμπαν σαν νεογεννητοι ηλιοι μεσα στα μαβιά χρωματα του δειλινου.Ενωνονταν σε ενα σωμα μια ψυχη, η τσιγγανα που περιδιαβαινε τις εποχες χορευοντας με τα αορατα βιολια και ο μοναχικος λυκος του χιονιου.
Αυτος το"απιαστο μοναχικο πλασμα"βρηκε πια το ταιρι του.
Αυτη που ετρεχε ξοπισω του,κυνηγωντας με μανια το"απιαστο"εγινε ενα και το αυτο μαζι του.

Τους ειδα να ενωνονται!!!
Γονατισμενη αυτη,εκει μεσα στα χρυσα σπαρτα τον πηρα στην αγκαλια της.
Εκεινος αφεθηκε στο αγγιγμα και εβαλε το κεφαλι του στον ωμο της.
"Παντα θα πρεπει να ειμαστε μαζι"του ειπε...
Εγω κι εσυ δεν μπορουμε να ζησουμε χωριστα.Ο ασπρος λυκος εκλεισε τα ματια και αφεθηκε στα απαλα της χερια....
Ενα συννεφο απλωθηκε πανω απο τα σπαρτά και με τυφλωσε.
Χρωματα πορφυρενια των μαλλιών της,χρυσα των ματιων της,ασπρα του χιονιου και γαλαζια της αγαπης του λυκου της στεππας ενωθηκαν.
Εκλεισα τα ματια καθως μετρουσα τους χτυπους απο τις καρδιες τους εως να γινουν ενας....

Εισαι μικρη ακομα-ειπε-η Μαρικα
Πρωτα θα πρεπει να βρεις την Αγαπη,πρεπει να χορεψεις μαζι της κατω απο τα αορατα βιολια κι'οταν την κανεις αδελφη σου,εκεινη θα σε οδηγησει στην στεππα οπου ειναι αρχηγος ο "απιαστος ασπρος λυκος"ο Ερωτας.
Κι οταν δεις το γαλαζιο βλεμμα του να ενωνεται με το χρυσο της Αγαπης θα εισαι ετοιμη να βρεις τον δρομο μεχρι να συναντησεις το"αλλο σου μισο"....

Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

Τα πασχαλιάτικα παραμύθια της Μαρίκας...

"Και εβαλον κληρο επι των ιματιων αυτου...."

Ο ηχος απο το σφυρι χάνονταν μεσα στα ουρλιαχτα του οχλου,καθως βυθιζε το καρφι στην απαλη παλαμη Του.Γυφτοι τα φτιαξαν τα καρφια και το ακανθινο στεφανι-ειπαν-και ο Παντοκρατωρ τους καταραστηκε να μην εχουν τοπο να σταθουν και να κατατρεχονται απο ολα τα εθνη.
Οι Ρωμαιοι σταυρωτηδες εβγαλαν τα ζατρικια και για να περασει ο χρονος μεχρι το"τετελεσθαι" κι επαιξαν τα φτωχα Του ρουχα σ'ενα ανιερο παιγνιδι.
Οταν ο ηλιος τραβηξε το φως απο την γη,κι οταν ο ουρανος εσπειρε την θυελλα σκιστηκε το τεμπλο του ναου και ανακατωσε η γη τα σπλαχνα της, ο νεαρος εκατονταρχος εφυγε τρεχοντας απο τον κρανιου τοπο με το τροπαιο του αγκαλια.Τον χιτωνα Του....

Ο Πετρος εμαθε απο τους συμπορευομενους του για τον μαρτυρικο θανατο Του....

...Στην θαλασσα της Γαλιλαιας βρεθηκαν με τον Σιμωνα.Πλαι στην ακτη μπαλωνε τα δυχτια του κι εκανε παραπονα στον θεο του Ισραηλ για την φτωχη ψαριά του.
Θα σε κανω αλιεα ανθρωπινων ψυχων του ειπε ο Ναζωραιος κι εκεινος τον ακολουθησε.
Οταν ο Σιμων του Ιωνα καταμαρτυρησε την θεεικη Του ταυτοτητα μετονομαστηκε απο τον διδασκαλο σε Πετρο"συ ει Πετρος και επι ταυτην την πετρα οικοδομησω την εκκλησιαν μου"και τον ορισε κλειδοκρατορα της Παράδεισος και κανεις δεν διαβαινει την πυλη αν δεν δωσει την αδεια ο Πετρος.
Κι ομως τον απαρνηθηκε τρις,πριν αλεκτωρ λαλησει......

.....Χρόνοι αστατοι και ζοφεροι ηρθαν για τους ελπιζοντες.
Ο Σαυλος ηταν γονος της καστας των Σαδουκαιων.Μισος και οργη τον διακατειχαν για τους θελοντες να πορευθουν με την ελπιδα και την αγαπη Εκεινου.
Στραφηκε στην εξοντωση τους εως την στιγμη που Εκεινος του μιλησε: Γιατί με διωκεις?
Απο διωκτης γινεται διωκομενος.Φευγει για την φαυλη Ρωμη και σ'ολο το ταξειδι του σπερνει πισω του την ελπιδα και την πιστη για μια καλυτερη ζωη.
Στο σπιτι του Γάιου που φιλοξενειται αρχιζει να γραφει τα γραμματα του για τους συνανθρωπους που γνωρισε εν τη πορεία του.
Γνωριζονται με τον Πετρο που εχει καταφυγει κι αυτος στην Ρωμη(Βαβυλωνα την ονομαζει)

Ο Παυλος συλλαμβανεται για πολλοστη φορα ,αλλα ειναι το τελος του.
Αποκεφαλιστηκε ή σταυρωθηκε?
Τι σημασια εχει.Πεθανε γι'αυτα που πιστεψε.
Ο σπορος του Ιουδαιου εχει φυτρωσει πια στην Ρωμη.Μεσα στους σκλαβους ,στους κατατρεγμενους.στις πορνες και στις εναρετες ψυχες .

Ολοι αυτοι παρακαλουν τον Πετρο να φυγει και το καταφερνουν.

Στο δρομο του στην Αππια οδο,μακρια πια απο την Ρωμη,ακουμπαει στο ραβδι του να ξαποστασει οταν ακουει την φωνη Του:Qvo vandis????
Πεφτει στο χωμα με τα χερια απλωμενα σαν ενας σταυρος καμωμενος απο σαρκα και φωνη πικρη εκβαλλει:συγχωρεσε με Κυριε,τρις σε απαρνηθηκα και τωρα σε εγκαταλειπω παλι..

Κανεις δεν ξερει-λενε-τι ειπε με τον Διδασκαλο.Οταν πηρε τον δρομο της επιστροφης για την Ρωμη χαμογελουσε.Ανοιξε τα ρουθουνια του για να αισθανθει ενα αρωμα λουλουδιων που τον τυλιγε.Οταν εψαξε για την πηγη της θεσπεσιας μυρωδιας αγκαλιασε το ραβδι του και προσευχηθηκε ξανα στον συνοδοιπορο του.Το χιλιοχρονο ραβδι ειχε ανθισει.Λευκα και κοκκινα μικρα λουλουδακια ανοιγαν τα πεταλα τους και φυλλα πρασινα φυτρωναν πανω στο ξερο ξυλο.
Εκεινος τον ειχε προ πολλου συγχωρησει.
Αφησε τα δακρυα του να τρεξουν και πηρε τον δρομο για τον χαμο του.

......Ο εκατονταρχος εγινε χιλιαρχος,εκρυψε το αποκτημα του απο τον Εσταυρωμενο γιατι του προξενουσε εφιαλτες και ψυχικες αναταραχες.
Η καριερα του ηταν σε ανοδο οταν γυρισε στην ευγενη οικογενεια του στο Λατιο.
Αλλά άλλα ο θεος κελευει.
Μεσα απο την αγαπη γνωρισε την αγαπη.
Γνωρισε τον Παυλο ως φιλοξενουμενο του πατερα του.Γνωρισε τον Πετρο ως προστατευομενο της Ντιανα,
Ξεφυγε απο τους εφιαλτες του.Εκανε ανακωχη με τις τυψεις του και στραφηκε σ'Εκεινον.Οταν δηλωσε στον αυτοκρατορα πως ανηκει στην οδο της Αγαπης αυτου που ο ιδιος σταυρωσε υπεγραψε και την θανατικη του καταδικη.

Η Ντιανα περασε αγερωχα μεσα απο την βασιλικη της οικογενεια και σταθηκε διπλα του.
"οπου κι αν πας θα παω -ειπε-και τον επιασε απ'το χερι.
Πεθαναν στην αρενα-λενε-
Στο δρομο για την διαπομπευση τους η Ντιανα εβγαλε απο τον κορφο της τον αραφο χιτωνα του Ιουδαιου φτιαγμενο απο την Μυριαμ να συμβολιζει την αρρηκτη εκκλησια της Αγαπης.Ο χιλιαρχος της τον ειχε δωσει μαζι με την αγαπη του.Τον πεταξε στον χριστιανο δουλο του πατερα της που μεγαλωσαν μαζι.
Ειναι για τον Μεγαλο Ψαρρα,ειπε....

Ο μεγαλος ψαρας σταυρωθηκε λιγο καιρο μετα-λενε-κατα τις ρωμαικες συνηθειες τιμωριας των αντιφρονουντων.
Χιαστι επι του σταυρου..
-λενε -οτι ζητησε να σταυρωθει ανποδα γιατι δεν"ηταν αξιος"να πεθανει οπως ο Κυριος Του
-λενε-
Ποιος αραγε γνωριζει???
Πιστευω ομως πως ο μεγαλος ποιμενας και ο μεγαλος ψαρας ειναι τωρα μαζι μεσα στα ουρανια στερεωματα και κανουν σχεδια για την επερχομενη στο ανθρωπινο ειδος ΑΓΑΠΗ

"Αγαπην δε μη εχω ειμαι ουδεν"
Παυλος προς Κορινθιους

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2007

Τα πασχαλιάτικα παραμύθια της Μαρίκας...

"Τα κόκκινα αυγά"

Είχε πια ξημερώσει για τα καλά...
Ο φωτοδότης άρχισε να πυρώνει τους πέτρινους λόφους και την χρυσή απέραντη έρημο που άπλωνε τα κύματά της μίλια ολάκερα,πέρα από το πλίνθινο ασβεστοβαμμένο σπιτάκι.
Η Μύριαμ έβαλε το χέρι αντήλιο και κοίταξε τις φοινικιές που οριοθετούσαν τα σύνορά της μικρής τους κατοικίας.Ισχνές και κακοφορμισμένες ήταν από την έλλειψη του νερού.Θα μεγαλώσουν-σκέφτηκε-Ο Κύριος προνοεί για όλα.
Τράβηξε για την μικρή της κουζίνα,έβρασε το κατσικίσιο γάλα και έριξε στο τηγάνι το άζυμο ψωμί.
Ως να τελειώσει,ο μαραγκός και ο μικρός γιος της ήρθαν αγουροξυπνημένοι και κάθισαν στο τραπέζι.
Χαρά ήταν για την Μύριαμ να τους βλέπει καθισμένους δίπλα-δίπλα.Μια σχέση περίεργη είχαν πατέρας και γιος,αλλά εκείνη δεχόταν μόνο την αγάπη που άνθιζε μεταξύ τους και ξεχνούσε όλα τα άλλα.Κι ήταν πολλά αυτά που ήθελε να ξεχάσει....
Ο μαραγκός σαν απόφαγε τράβηξε για το εργαστήρι του,η Μυριαμ πήγε να ξεβοτανίσει και να ποτίσει το μικρο της περιβόλι και ο εξάχρονος βάλθηκε να σκάβει μια λακκούβα στο ξερό χώμα για να μην πάει χαμένο το νερό που έριχνε η μάνα του στα λαχανικά της ,απο την ξύλινη στέρνα που της έφτιαξε ο μαραγκός για να μαζεύει το νερό της σπάνιας βροχής εκείνης της χώρας.

Φωνές ακούστηκαν και η Μύριαμ παράτησε τον κάδο με το νερό δίπλα στην στέρνα.
Παιδιά ήρθαν!Τα γειτονόπουλα τους ήταν.Ωρα για παιγνίδια!
Εδεσε το κεφαλομάντηλο της και τράβηξε για την κουζίνα με σκοπό να τους φτιάξει τηγανίτες...και τότε τον είδε και ανατρίχιασε σύγκορμη...

Το αγαπούσε αυτό το παιδί με τα μαύρα σαν την κόλαση μάτια,φωτιές έβγαζε η ματιά του,ανατρίχιαζε όταν την άγγιζε.Της προξενούσε χαρά και λύπη.Εναν ανεξήγητο φόβο,ένα δέος,μια πικρή προσμονή.

"θα φτιάξουμε βόλους από την λάσπη σήμερα-είπε ο μαυρομάτης.Ναι-ναι αναφώνησαν όλοι.
Οι βόλοι φτιάχτηκαν,παίχτηκαν και....έσπασαν!Και όλοι έπεσαν σε απελπισία.Δεν είχαν άλλο παιγνίδι.Και τότε ο γιος της Μύριαμ είπε:Θα κάνουμε πουλάκια από το χώμα,πάω να φέρω νερό από την στέρνα της μάνας μου.Και έτσι έκανε....
Αυτός και ο μαυρομάτης άρχισαν να πλάθουν τα πουλάκια.1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12ενα για τον καθένα.
Ο γιος της Μυριαμ έκανε ήδη το έβδομο χωματένιο πουλί όταν ο μαυρομάτης είδε τα δικά του να διαλύονται σε ξερό χώμα.Οργισμένος όρμησε στα πουλιά του φίλου του και άρχισε να τα ποδοπατάει....
Το αγόρι της Μύριαμ δάκρυσε.ένωσε τα χεράκια του σε μια βουβή ικεσία,έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό και ψιθύρισε"πετάξτε πουλάκια μου,πετάξτε!!!
Δώδεκα χρυσοκόκκινα πούλια πέταξαν με κατεύθυνση τον ήλιο και χάθηκαν στον ουρανό...

Το αγόρι έκλαιγε πεσμένο στο χώμα,ο μαυρομάτης τον αγκάλιασε κι έκλαψε κι αυτός.
Η Μύριαμ ένοιωσε για άλλη μια φορά τον πόνο να τρυπάει τα σπλάχνα της...

...Περάσαν τα χρόνια...
Ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Ο μαυρομάτης πέρασε στην φατρία των Ζηλωτών
Ηθελε να ελευθερώσει τον τόπο του από την Ρωμαϊκή κατοχή
Το αγόρι της Μυριαμ έγινε μαραγκός σαν τον πατέρα του
Μετά -λένε-πως πήγε στην Αίγυπτο,ή στους Εσσαίους ,στην νεκρά θάλασσα
Ποιος να ξέρει τι έγινε τότε?

..Η Μύριαμ φρόντισε τον μικρό της κήπο και πήγε στο κοτέτσι να μάσει τα αυγά.Ενας φόβος έσφιγγε την ψυχή της.Μια θλίψη την πότιζε τούτες τις μέρες.
Το αγόρι της είχε πάρει πια τον ταγμένο του δρόμο.Περίμενε,περίμενε μέχρι να δει το τέλος,το προδιαγραμμένο μέσα από τους προφήτες του Ισραήλ.

Ο φωτοδότης ήταν στο μεσουράνημα όταν ήρθε ο παραγιός του μαραγκού να της ανακοινώσει την είσοδο του υιού της επί πώλου όνου εις την Ιερουσαλήμ.ήξερε πια το τέλος...
Τα τρεμάμενα χέρια της άφησαν την ποδιά με τα αυγά,κι εκείνα έπεσαν στο ξερό χώμα κι έσπασαν!!
Η Μυριαμ κοίταζε τα σπασμένα αυγά,άφωνη από την θλίψη όταν εμφανίστηκαν από το πουθενά δώδεκα χρυσοπόρφυρα πούλια.Καθίσαν στην ποδιά της και αίμα άρχισε να σταλάζει από τα ράμφος τους.
Κι όταν το αίμα πότισε τα σπασμένα αυγά τα πουλιά έφυγαν απο την ποδιά της Μυριαμ και κουρνιάζοντας πάνω τους,ένωσαν τις φτερούγες τους και ξαναέγιναν ένα με το χώμα απο το οποίο τα έπλασε Εκείνος!
Αυγά και πουλάκια έγιναν ένα!
Δώδεκα λαμπερά ΚΟΚΚΙΝΑ αυγά κείτονταν καταγής!!

Η Μυριαμ έσκυψε και τα μάζεψε.
Το ρηθέν του Ησαΐα-σκέφτηκε-Οι προφητείες άρχισαν..
Αλλά ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει απο Την Αγάπη Του..
Τράβηξε για το ταπεινό της σπίτι,έβαλε τα 12 αυγά σε ενα ξύλινο κάνιστρο και άνοιξε το μπαούλο με τα υφασμένα ρούχα του πένθους.

Η Μυριαμ ήξερε πια τον δρόμο για τον Γολγοθά της.Ηξερε γιατί την τρόμαζε το άγγιγμα του μαυρομάτη.

Με ενα φιλί τον παρέδωσε για τριάκοντα αργύρια....

Κι της έμελλε πολύ να κλάψει για τον Μονάκριβό Της...