Η Bella (2)
...Η βροχή δυνάμωσε και το μπαλκόνι δεν είχε πια στεγνό μέρος. Το κουτάβι έσταζε κι όσο κι αν το 'γλυφε η μάνα του, δεν στέγνωνε. Μπήκα στο σπίτι ψάχνοντας με τα μάτια τριγύρω.
Γρήγορα,γρήγορα βρες κάτι, φώναζε το μυαλό μου.
Το χαλάκι της κουζίνας? Οκ...
Ναι, αλλά δεν φτάνει.
Πάω σ' όλα τα δωμάτια ώσπου ανακαλύπτω το μεγάλο σκληρό χαρτοκιβώτιο όπου ο Δ. έβαζε τα εργαλεία του για τα μαστορέματα.
Βγάζω τις πυτζάμες μου, που έτρεχαν σαν τον Νιαγάρα και φοράω τη φόρμα της μηχανής. Πετάω τα εργαλεία στο πάτωμα και αγκαλιά με το χαρτόκουτο και παραμάσχαλα το χαλάκι ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι. Παίρνω στα γρήγορα από το ντουλάπι το νάυλον για τη μπουγάδα, το στρώνω, βάζω πάνω το κουτί και μέσα το στεγνό χαλάκι.
Αλλά η Μπέλλα δεν κουνήθηκε, είχε άλλη δουλειά. Έτρωγε ακόμα το ύστερο. Σαν το απόφαγε, με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, σύρθηκε δειλά-δειλά στο κουτί. Το κουτάβι ακόμα στη βροχή...
Τώρα θα την φάω την δαγκωνιά, δεν τη γλυτώνω -σκεφτόμουν- καθώς το σβέρκωνα και το έβαζα δίπλα της. Με κοίταξε και τα μάτια της έσταζαν χαρά, σαν το 'χωσε να θηλάσει.
Εννιά φορές το είδα το ίδιο έργο, μέσα στο ψοφόκρυο και τη βροχή.
Λαχανιασμένες αναπνοές, το ρίγισμα στο κορμί, το σιγανό αγκομαχητό, το τάνισμα των πλευρών, το κουτάβι να κυλά στο χαλάκι, το τράβηγμα με τη μουσούδα της, το γλύψιμο για τον καλλωπισμό και το προσεκτικό σπρώξιμο στον δρόμο για το θηλασμό. Και αφού τελείωνε όλες αυτές τις τελετουργικές κινήσεις της, σχεδόν ακίνητη περίμενε να πέσει ο πλακούντας για να τον...φάει! Εγλυφε με ατελείωτη υπομονή τα αίματα και τα υγρά για να είναι καθαρό το μέρος της. Κάθε φορά που τελείωνε το επίπονο έργο της, της χάιδευα το κεφάλι - που το σήκωνε και μ' έψαχνε με τα μάτια, σαν έμπαινα για λίγη ζέστη στο σπίτι.
Το πιάτο με το φαγητό ήταν άθικτο δίπλα της.
Είχα αφήσει την εξώπορτα ανοιχτή για να έχω περισσότερο φως. Η Σίλυ και η κουφή αγκύρας έκαναν ανακωχή -για πρώτη φορά- και στριμώχνονταν στα πόδια μου η μία πάνω στην άλλη για να δουν όλα αυτά που έβλεπα. Καταλάβαιναν τα ζώα μου πως κάτι διαφορετικό συνέβαινε στο σπίτι μας...
Η Μπέλλα άπλωσε το λαιμό της και μύρισε τη γαβάθα. Δεν την έφτανε. Την έσπρωξα στο άνοιγμα της κούτας και έφαγε μισοξαπλωμένη, ενώ τα εννιά της κουτάβια κρέμονταν στο στήθος της.
Είχε απ' όλες τις φυλές και τα χρώματα η κούτα. Κανελιά, μαύρα, ασπρόμαυρα. Αλλά εμένα μου πήρε την καρδιά εκείνο το ασπρόμαυρο που γεννήθηκε δεύτερο. Ήταν το πιο στρογγυλό και ζωηρό απ' όλα. Ήταν η Μπιμούκα (μπόλικη στη γλώσσα του χωριού), η συντρόφισσα της άτυχης Laura .Το καραμπάσκο τσομπανόσκυλο!
Είχε πάει 4 και κάτι το πρωί.
Έβαλα το χέρι και την χάιδεψα.
Άντε να κοιμηθούμε τώρα. Καλά τα κατάφερες. Να δούμε εγώ τί κουτάβι θα βγάλω όταν έρθει η ώρα μου...
Έγλυψε το χέρι μου και μ' άφησε να ζουλήξω λίγο τα μικρά της. Υγράθηκαν τα δάχτυλά μου από το γάλα. Η Μπέλλα είχε μπόλικο γάλα. Από τότε που είχε έρθει στην αυλή είχε πάντα το πιάτο της γεμάτο με φαγητό απο εμένα και την Τασούλα. Την αποπαρασίτωσα τρίβοντας τα χάπια μεσα στις "σούπες" της μαζί με τις βιταμίνες με γεύση πορτοκάλι. Τα εμβόλια τα έκανε αργότερα ο φίλος μας κτηνίατρος,ο Βασίλης.
Ο Δ. γύρισε το πρωί. Κοιμόμουν ακόμα.
- Ξύπνα! μου λέει. Η Μπέλλα γέννησε!
- Άσε με ρε Δ να κοιμηθώ. Λες να μην το ξέρω? Παρέα η γυναίκα σου και τα ζώα του σπιτιού σου την ξεγεννούσαν ως το πρωί.
Α! και που 'σαι...Μάζεψε τα εργαλεία σου από το πάτωμα και βρες μια κούτα να τα βολέψεις γιατί η άλλη έγινε "οικία".
- Εμ βέβαια, δεν φτάνει που μου αδειάζεις τα πράματά μου, θες να μαζέψω κιόλας! Άντε σήκω τώρα να τα δούμε.
Με την τσίμπλα στο μάτι, έβαλα τη ρόμπα μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Έβρεχε πάλι.
Η Μπέλλα αραχτή, είχε ένα τσούρμο κουτάβια πάνω της και τα βύζαινε. Σαν πολλά μου φαίνονταν...Πήρα να μετράω...
- Βρε Δ, του λέω, εννιά ήταν στις 4.30 -δώδεκα μετράω τώρα. Μπας και βρήκες τίποτα στο δρόμο και τα έφερες?
- Όχι βρε, λέει, στις 7 που ήρθα γεννούσε το τελευταίο -ένα ασπρόμαυρο ήταν- και χουφτώνει την ασπρόμαυρη μπάλα. Μαζί μου γεννήθηκε η Μις.
- Σιγά ρε Δ, κόψε κάτι! Εννιά ξεγέννησα εγώ και η Μις είναι η δεύτερη για να ξέρεις.
Άντε πάμε μέσα γιατί πάγωσα, κάνε κι ένα ελαφρύ καφεδάκι για την εγκυμονούσα και μετά πετάξου στο χασάπη για κόκαλα, εκείνα με το μεδούλι, και να τα σπάσει να του πεις, να ταΐσουμε τη λεχώνα.
Αφού έκανε τα καφεδάκια μουρμουρίζοντας ως συνήθως, πως δεν σέβομαι τα πράματά του, έκανε και τα παράπονά του για τα πεταμένα εργαλεία στο Πουπουσάκι, για να τ' ακούω εγώ δηλαδή (απορώ...αφού ήταν κουφή τί της τα λεγε) και σαν ξεθύμανε, γυρνάει και μου λέει:
- Γιώτα, κακή επιλογή να βάλεις εκεί την κούτα . Αν βγάλει περισσότερο αέρα η βροχή θα φτάσει μέσα.
- Και τί να κάνα βρε Δ. μέσα στα άγρια μεσάνυχτα?
- Άσε κάτι θα σκεφτώ. Πάω να φέρω φέρω τα κόκαλα τώρα.
- Α! Μην το ξεχάσω! Τέσσερις φραντζόλες ψωμί, πέντε μπουκάλια γάλα, μακαρόνια, ρύζι...Πέρνα και απ' τον Νίκο και τον Χρήστο και πες τους να κρατήσουν τ' αποφάγια και δυο μερίδες πατσά!...που δεν θα τον βάλεις μέσα στο σπίτι. Με αναγουλιάζει και μόνο η μυρωδιά του. (Τότε αναγούλιαζα και μόνο με την μυρωδιά του,τώρα τον τσακίζω!)
- Τίποτ' άλλο? Σέβομαι την κατάστασή σου αλλιώς θα σου λεγα τίποτα! Σιτιστή και παιδί για τα ψώνια με κατάντησες! Και είσαι και ακόμα στην αρχή...τί θα κάνω μέχρι να γεννήσεις και συ?
Σαν γύρισε ο "σιτιστής" από τα ψώνια, το μυαλό του είχε ήδη έτοιμη τη λύση, ωσάν άλλος Κύρος Γρανάζης. Άφησε τις σακούλες στην κουζίνα και έπιασε αμέσως δουλειά. Εστρωσε το καινούργιο νάυλον που είχε αγοράσει, στο πίσω μπαλκόνι μπροστά από την κρεβατοκάμαρά μας, έδεσε ένα κομμάτι του στα κάγκελα για να μην έρχεται το νερό της βροχής, γύρισε στο μπροστά μπαλκόνι και τράβηξε απαλά τη Μπέλλα έξω από το κουτί της. Μετέφερε την κούτα με τη δωδεκάδα πίσω, καθώς η μάνα, νομίζοντας πως της παίρνει τα μικρά, είχε βάλει κάτω τ' αυτιά της και 'βγαζε πνιχτούς ήχους κλάματος. Σαν την άκουσα παράτησα την κουζίνα και άρχισα να την φωνάζω για να ρθει στο πίσω μπαλκόνι. Με ακουλούθησε με την ουρά κάτω από τα σκέλια -ως συνήθως- και όρμησε και κουλουριάστηκε στο κουτί γλύφοντας όλο χαρά τα κουτάβια. Εκείνη την ώρα κατέβηκε και η Τασούλα από πάνω.
- Τί γίνεται καλέ εδώ? Σας ακούω τόση ώρα από παν' αλλά δεν ήθελα να γίνω αγενής...με 'φαγε όμως η περιέργεια!
- Αποκτήσαμε κι άλλα ζώα Τασούλα, της είπε ο Δ.
- Α είστε για δέσιμο κι οι δυο! Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκ'!
Σαν πλησίασε και είδε την κούτα με τα δώδεκα, κόντεψε να λιποθυμήσει.
- Τί θα τα κανουμ' μαρ' Γιώτα σαν μεγαλώσουν? Απ' ότι τα κόφτω μόνο για να φυλάν' τα πρόβατα είναι.
- Θα τα δώσουμε τότε για να φυλάν τα πρόβατα! Εσύ τους ξέρεις τους τσομπάνηδες του χωριού.
- Καλά, είπε, άστο σε μένα αυτό, καθώς έδενε μαζί με τον Δ και το νάυλον της μπουγάδας επάνω από το χαρτόκουτο για να το προστατεύσουν.
Μέχρι να βράσω τα κόκαλα και τα μακαρόνια, ο Δ και η Τασούλα είχαν τελειώσει το ασφαλές καταφύγιο για την Μπέλλα και τα μικρά.
Μπήκαν μαζί στο σπίτι.
Ο Δ ξανάκανε καφεδάκια και η Τασούλα ζήτησε μολύβι και χαρτί.
- Τί το θες βρε το χαρτί? Τους λογαριασμούς σου θα κάνεις τώρα?
- Όχι μαρη...Τους τσομπάνηδες που μ' ήρθαν στο μυαλό θα γράψω, για να μην ξεχαστώ...
Κι έτσι έγινε. Τα σκυλιά φρόντισε η Τασούλα μόλις απογαλακτίστηκαν να πάνε ένα ένα σε καλά χέρια εκτός από την ασπρόμαυρη μπάλα "Μπιμούκα" και έναν αστραφτερό μαύρο που μετακόμισαν στον εργασιακό μας χώρο.
Και κει που όλα είχαν κανονιστεί και η άνοιξη έτρεχε μέσα στη βροχή, ένα θαμπό πρωινό, ακούω την Τασούλα να μου βροντάει πάλι την πόρτα.
- Ξύπνα μαρή και έχω να σε πω! Νιαουρίσματα ακούω από ψες! Μαλλον κάποιος πέταξε γατιά. Πάμε να τα βρούμε...
...συνεχίζεται
Τετάρτη, Απριλίου 30, 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
22 σχόλια:
Γεια σου, βρε Παναγιώτα:)
Μαρεσε πολύ...κι αυτός ο μάστορας ο γκρινιάρης και εφευρετικός σαν κάτι να μου θυμίζει...η μόνη ένσταση είναι στον πατσά καλό μου...αλλά αφού αλλαξοπίστησες:)...το προσπερνώ
Και μετά και μετά Παναγιώτα;)
Πάλι κρέμομαι από τα χείλη σου για να ακούσω τη συνέχεια της ιστορίας της Μπέλλας με τα κουτσούβελα τώρα πια, αχ τι μου κάνεις, λες και ήμουν εκεί να σας βλέπω από μιαν άκρη!
Κορίτσια μου εγκώ πατσά βλέπω και αλλάζω τετράγωνο παιδιόθεν. Εσείς αλλαξοπιστήσατε, εγώ δεν το βλέπω...
Καλή Πρωτομαγιά να χουμε!
Παναγιωτα επειδη γραφεις πολυ ομορφα τις ιστοριες δεν βγαζεις πουλι μου κανενα βιβλιο να τις διαβασει κι ολος ο κοσμος?
Καλα μιλαμε για αριστουργημαααααα!!!!
δΕΝ ΕΧΩ ΛΟΓΙΑ ,,,πραγματικα σου λεω.
φιλια
περιμενω και το μετα βεβαιως βεβαιως.
Παναγιώτα μου χρόνια πολλά και σε ευχαριστώ που έκανες λινκ στο ιστολόγιό μου.
Aαα!Ρουλάκι αλλαξοπίστησα και δεν μετάνοιωσα!Νάχαμε τώρα ένα ψιλοκομμένοοοοοοοο!Με μπόλικο μπουκοβο!Αχχχ...
Δεν ξερω τι σου θυμίζει ο "μάστορας"αλλά εγώ έχω μια 25χρονη φτυστή με τον "μάστορα" που θέλω δεν θέλω μου τον θυμίζει καθημερινά...
Οσο για το μετά-μετά,έχει ακόμα η Μπέλλα να γράψει ημερολόγιο!
Ομορφοκόριτσο,το 1982 ήσουν παιδάκι ακόμα και δεν σε ήξερα.Αν γνωριζόμασταν τότε θα σε έπαιρνα στο ανεμοδαρμένο χωριό και θα ταΐζαμε πατσά μαζί την Μπέλλα και τα κουτάβια!Εεε,μετά ίσως να είχαμε αλλαξοπιστήσει μαζί καρντιά μου!
Που θα μου πας όμως...
Γλυκειά μου συμπατριώτισσα,τι βιβλίο να γράψω η άμοιρη που ξεχνάω τι έφαγα χθες!
Ευτυχώς έχω ένα πολυσέλιδο γραμμένο κιτάπι από το 1982 μέχρι το 2000 με σκόρπιες παλιές,χαμένες στον χρόνο αναμνήσεις και μετέπειτα γεγονότα και βρίσκω τις λεπτομέρειες εκεί(π.χ.εκεί έψαξα και βρήκα πόσα ήταν τα κουτάβια.Δεν θυμόμουν αριθμό και ημερομηνίες)
Βεβαίως-βεβαίως έχει και μετά...
Χριστός ανέστη ζιζουκάκι!
Στα λίνκ μου πάντα θα υπάρχει χώρος για όσους έχουν ευαίσθητες καρδιές και αγαπούν τόσο τα ζώα όσο και τον συνάνθρωπο μας!
Κουκλες μου αγαπημένες,όμορφες και στοργικές
Ρουλα,Μαριαλένα,Φαραωνούλα και Ζιζού καλό μήνα να έχουμε... και προπάντων αγάπη!
Αχ… Πάλι με ταξίδεψες Παναγιώτα μου.
Ήμουν και εγώ εκεί, έζησα κάθε λεπτό μαζί σου, ξέρω το χωριό, την τασία…
Τόσο όμορφα γραμμένη ιστορία!
Σου λέω και εγώ αυτό που σου είπε η φαραονα, γιατί δεν γράφεις ένα βιβλίο; Μια χαρά θα τα θυμηθείς όλα, έστω… και με τη βοήθεια σημειώσεων.
Εννοείτε πως περιμένω με αγωνία τη συνέχεια
Μερένια μου ξυπόλητη,χαίρομαι που σου αρέσει κι εσένα η ιστορία,και ζείτε όλες μαζί μου τις αναμνήσεις μου καλές και κακές.
Για βιβλίο,ούτε λόγος για να γράψω γιατί εκ των πραγμάτων μετά θα συνδεθούν οι ιστορίες με προσωπικά γεγονότα και ατομικά δεδομένα μου.Κι επειδή η ζωή μου είναι ένα μεγάλο πανηγύρι(έχει και συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, και 5 κρίκοι ένα τάλληρο, και το ασώματο κεφάλι που προλέγει το μέλλον,και βέβαια τον γύρο του θανάτου με σβηστή μοτοσυκλέτα!Δεν θα ήθελα να γίνω μια μιμήτρια της Σπεράντζα Βρανά.Δεν θέλω να σπιλώσω μνήμες ανθρώπων επώνυμων και ανώνυμων που πορεύτηκα μαζί τους.Δεν θέλω να μιλήσω για τις επώνυμες και ανώνυμες"δουλειές"μου.Θέλω να είμαι απλά η Παναγιώτα!Αν ξεκινούσα να γράψω βιβλίο θα την έχανα στην πορεία στην Π.
Θέλω να είμαι μόνο εδώ μαζί με εσάς που μοιράζεστε τις σκέψεις μου.
Θα μοιραστώ κι'εγώ λοιπόν μαζί σας τα σκόρπια κομμάτια των αναμνήσεων μέσα στο τετράδιο"αισθήσεις και αισθήματα"
Εκει θα με βρίσκετε πάντα από το 1954 που γεννήθηκα.(Εκεί γράφω το βιβλίο)Εκεί θα διαβάσετε και θα με γνωρίσετε...
Και θα ταξιδέψουμε μαζί...
Μερένια μου σε γλυκοασπάζομαι!
Καλό μήνα Παναγιώτα μου και Χριστός Ανέστη. Πέρασα απλά να ευχηθώ, διάβασα το άρθρο σου και χαίρομαι που είσαι πονετική και στοργική για τα ζωάκια.
Παναγιώτα, καλησπέρα
Έχεις πρόσκληση για αντιπροσωπευτική γραφή με μολύβι και χαρτί:)
Π'ερασε από τον Allu Fun Marx για τις λεπτομέρειες
Καλό μήνα και σε σένα Λενάκι.Οι ευχές πάντα ευπρόσδεκτες είναι.
Και με τους ανθρώπους είμαι ακόμα πιο πονετική άσχετα αν πολλές φορές πληγώνομαι από την κακία και την αδιαφορία τους-όχι την πρός ΕΜΕΝΑ-όσο για τον παραδιπλανό μας άνθρωπο που έχει ανάγκη...
Ρουλιώ, τα είδα τα είδα τα όμορφα σας!.Δεν έχω "σκαναριστή" ρε γμτ μου!
Παναγιώτα 'μ,:) ούτε εγώ έχω το αξεσουάρ τούτο, μπορείς, όμως να το κάνεις με ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Κι εγώ έτσι έβαλα την ανάρτηση
Πες και στη Φαραώνα!
Καλή μου Παναγιώτα,
Σήμερα επέστρεψα από τις διακοπές και βεβαίως σε επσκέφτηκα για να δω τη συνέχεια της ιστορίας της Bella.
Κάτι που δεν λες αλλά φαίνεται από όσα γράφεις είναι ότι ένοιωσες ευτυχία που πρόσφερες.
Διάβασα τα ¨"σ'αγαπώ,μ'αγαπάς" που έδειξαν ότι δεν έχεις αλλάξει. Να είσαι πάντα έτσι.
Περιμένω την συνέχεια...
Καλό βράδυ
Χρονια πολλά Αστρια και καλό μήνα.Εύχομαι να πέρασες ευτυχισμένα τις διακοπές σου.
Ξερεις πόσες φορές πέρασα την ιστορία του"σ'αγαπώ μ'αγαπας"?Ουτε εγώ θυμάμαι.Και θα την ξαναπεράσω σίγουρα αφού δεν έβαλα μυαλό και συνεχίζω να έχω ζώα.
Αλλά με την Λούλα ήταν μεγάλος πόνος.Εφυγε από την μια μέρα στην άλλη η συντρόφισσα μου.Ακόμα σαν την θυμάμαι δακρύζω.Περάσαμε πολλά μαζί.
Πραγματικά η προσφορά στα ζώα είναι διαφορετική απο την προσφορά στους ανθρώπους.Απο το ζώο δεν περιμένουμε την ανταπόδοση ούτε το ευχαριστώ.Αλλά μας τα δίνει με τον τρόπο του στο πολλαπλάσιο!
Οντως είναι μεγάλη ευτυχία η προσφορά!Μακάρι να είχα περισσότερα χρήματα για να αυξήσω την προσφορά μου-ευτυχία μου σε ανθρώπους και ζώα...
Καλό απόγευμα να έχεις καλή μου Αστρια
Τι ομορφη ιστορια..
Παναγιωτα μου να εισαι παντα καλα!
Καλο μηνα να εχεις, κ καλο βραδυ!
Αχ ψυχουλες μου!!!
Δεν σε ξεχασα. Πηγα μονο μια φορα στο καταφυγιο αδεσποτων μεσα στις γιορτες, κι αυτη τρεχοντας, αφησα κατι χαλακια. Δεν ηταν καν η κυρια Ζαμπελα εκει, την πηρα τηλεφωνο μετα. Τωρα εχω την πεθυ (=πεθερα) στο σπιτι. Ελπιζω την αλλη βδομαδα να καταφερουμε να κανονισουμε να βρεθουμε και να παμε μαζι.
Φιλακια πολλα Παναγιωτα μου!
Artist μου,να είσαι κι εσύ πάντα καλά κούκλα μου,κι όσο για τα ζώα και τις ιστορίες τους πάντα ...θα μου κλέβουν ένα κομμάτι από την καρδιά μου!
Τώρα που βρεθήκαμε δεν θα χαθούμε!Ολα θα γίνουν με τον καιρό τους...
Σε φιλώ με αγάπη Κ.
Δημοσίευση σχολίου